φαιδρύνω

From LSJ
Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιδρύνω Medium diacritics: φαιδρύνω Low diacritics: φαιδρύνω Capitals: ΦΑΙΔΡΥΝΩ
Transliteration A: phaidrýnō Transliteration B: phaidrynō Transliteration C: faidryno Beta Code: faidru/nw

English (LSJ)

Ep. impf.

   A φαιδρύνεσκεν A.R.4.671:—make bright, cleanse (coupled with ἀποπλύνειν καὶ διαπλύνειν by Poll.7.40), τινὰ λουτροῖσι φ. A.Ag.1109 (lyr.); θεαὶ μορφὰν ἐφαίδρυναν gave me a bright form, says Helen, E.Hel.678 (lyr.); φ. χρόα Call.Jov.32; δέμας, εἵματα, A.R.3.1043, 4.671; στεφανοῦντα καὶ φαιδρύνοντα τὸν Ἑρμῆν καὶ τὴν Ἑκάτην Porph.Abst.2.16; χεῖρας AP5.227 (Paul. Sil.); τῇ γλώττῃ τὸ πρόσωπον Ael.NA3.21; [Ἥλιος] κοσμῶν καὶ φαιδρύνων Jul.Or.4.142a:—Med., λουτρῷ χρόα φαιδρύνεσθαι to wash one's skin clean, Hes.Op.753, cf. Mosch.2.31.    II metaph., cheer, A.Ag.1120:—Med., τὸν ἑαυτοῦ βίον φαιδρύνασθαι Pl.Lg. 718b:—Pass., beam or brighten up with joy, X.Cyr.5.5.37; ἐπί τινι at a thing, Callistr.Stat.9; τὼ ὀφθαλμώ Poll.6.199.    III Pass., become more glaring, of a fever, ἀεὶ μᾶλλον ἐφαιδρύνετο Gal.14.653.

German (Pape)

[Seite 1250] wie φαιδρόω, 1) reinigen, glänzend machen; med., χρόα φαιδρύνεσθαι, sich die Haut rein waschen, Hes. O. 755; πόσιν λουτροῖσι φαιδρύνασα Aesch. Ag. 1080; vgl. Eur. Hel. 683; Mosch. 2, 31; Poll. 7, 40. – 2) übertr., erheitern; Aesch. οὔ με φαιδρύνει λόγος Ag. 1091; schmücken, auch med., Plat. Legg. IV, 718 b, wie Ap. Rh. 3, 832; ἥσθησαν καὶ ἐφαιδρύνθησαν Xen. Cyr. 5, 5,37.

Greek (Liddell-Scott)

φαιδρύνω: (φαιδρὸς) πλύνω, καθαρίζω, λαμπρύνω, («καὶ τὸ φαιδρύνειν δὲ καὶ ἀποπλύνειν καὶ διαπλύνειν τῷ πλύνειν προσήκει» Πολυδ. Ζ΄, 40), τὸν ὁμοδέμνιον πόσιν λουτροῖσι φαιδρύνασα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1109· θεαὶ μορφὰν ἐφαίδρυναν, μοὶ ἔδωκαν μορφὴν λαμπράν, λέγει ἡ Ἑλένη, Εὐρ. Ἑλ. 678· φ. χρόα Καλλ. εἰς Δία 32· δέμας, εἵματα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1043, Δ. 671· χεῖρας Ἀνθ. Π. 5. 228· τῇ γλώττῃ τὸ πρόσωπον, ἐπὶ τοῦ λέοντος, Αἰλ. περὶ Ζ. 3. 21· κλπ· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, χρόα φαιδρύνεσθαι, «καθαίρεσθαι τὸ σῶμα» (Μοσχόπουλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 751, πρβλ. Μόσχον 2. 31. ΙΙ. μεταφορ., καθιστῶ φαιδρόν, προξενῶ χαράν, οὔ με φαιδρύνει λόγος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1120. ― Μέσ., φαιδρύνεσθαι τὸν ἑαυτοῦ βίον Πλάτ. Νόμ. 718Β. ― Παθητ., πληροῦμαι χαρᾶς, εὐθὺς ἥσθησαν καὶ ἐφαιδρύνθησαν Ξεν. Κύρ. 5. 5, 37· ἐπί τινι, διά τι πρᾶγμα, Καλλίστρ. 901· φαιδρύνεσθαι τῷ ὀφθαλμὼ Πολυδ. Ζ΄, 199· πρβλ. φαιδρόομαι.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐφαίδρυνα;
faire briller :
1 au propre nettoyer, laver;
2 fig. faire briller de joie, rendre joyeux ; Pass. être joyeux, montrer sa joie.
Étymologie: φαιδρός.