συμπάθεια

From LSJ
Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπάθεια Medium diacritics: συμπάθεια Low diacritics: συμπάθεια Capitals: ΣΥΜΠΑΘΕΙΑ
Transliteration A: sympátheia Transliteration B: sympatheia Transliteration C: sympatheia Beta Code: sumpa/qeia

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ,

   A fellow-feeling, sympathy, Arist.Pr.7 tit., etc.; τῆς ἐλαίας πρὸς τὴν ἄμπελον Gp.9.14.1; pity, οὐδεμίαν σ. λαμβάνειν D.S.13.57; mea ς. my self-pity, Cic.Att.10.8.10.    2 in the Philosophy of Epicurus, corresponding 'affection' or quality, affinity, Ep.1p.11U. (pl.), al.; ὁμούρησις καὶ σ. of body and soul, ib.p.20 U.; also in Stoic. Philos., affinity, τῶν μερῶν πρὸς ἄλληλα κοινωνία καὶ σ. Stoic.2.170, cf. 145; in Music, used of chords which vibrate together, Theo Sm.p.51 H.; sympathetic vibration of bronze vessels, Plb.21.28.9.    3 affinity, concord of heavenly bodies, Vett.Val.5.13.    4 Gramm., analogy, A.D.Adv.173.26, Synt.168.18.    5 Medic., sympathetic affection of the body, opp. ἰδιοπάθεια, Sor.1.63, 2.22, Gal.8.30; ἔστι τις [τῇ μήτρᾳ] πρὸς τοὺς μαστοὺς φυσικὴ σ. Sor.1.15.

German (Pape)

[Seite 983] ἡ, gleiche Empfindung, Stimmung od. Leidenschaft, Mitempfindung, Mitleiden, Pol. 22, 11, 12 u. Sp., wie Plut.; bei den Stoikern Geneigtheit beizustimmen, S. Emp. pyrrh. 1, 230.

Greek (Liddell-Scott)

συμπάθεια: ἡ, ὁμοία διάθεσις, ὅμοιον αἴσθημα, συμπάθεια Ἀριστ. Προβλ. 7. ἐν τῇ ἐπιγρ., Πολύβ. 22. 11, 12, Στωϊκὸς παρὰ Πλουτ. 2. 906Ε, πρβλ. 119C, κτλ.· τινος πρός τινα, συμπάθεια ἐλαίας πρὸς ἄμπελον Γεωπ. 9. 14, 1· περὶ συμπαθειῶν φυσικῶν αὐτόθι 15, 1. 2) ἐν τῇ μουσικῇ λέγεται ἐπὶ χορδῶν, αἵτινες πάλλονται ὁμοῦ, Θέων Σμυρν. 6, σ. 80. ΙΙ. κληρονομία, κληροδότημα, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 communauté de sentiments ou d’impressions;
2 t. stoïc. rapport de certaines choses entre elles.
Étymologie: συμπαθής.