σφάραγος

From LSJ
Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰρᾰγος Medium diacritics: σφάραγος Low diacritics: σφάραγος Capitals: ΣΦΑΡΑΓΟΣ
Transliteration A: spháragos Transliteration B: spharagos Transliteration C: sfaragos Beta Code: sfa/ragos

English (LSJ)

βρόγχος, τράχηλος, λαιμός, ψόφος, Hsch.:

   A = φάρυγξ, Apion ap.Phot.

Greek (Liddell-Scott)

σφάραγος: ὁ, ἡ μετὰ ψόφου ἔκρηξις. - Ἡ λέξις αὕτη μνημονεύεται ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, ἀλλ’ ἀπαντᾷ μόνον ἐν τοῖς παραγώγοις σφαραγέομαι, -ίζω, καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις βαρυ-, ἐρι-σφάραγος. (Ἡ ῥίζα εὕρηται ἐν τῷ Σανσκρ. Sphur΄g , sphur΄g âmi (tono), vis’ pur΄g (strepo)˙ Λιθ. spragu (crepare)˙ - δυσκόλως δύναταί τις, νὰ πεισθῇ ὅτι τὰ σπαργάω, σφριγάω δὲν σχετίζονται πρὸς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, πρβλ. σφαραγέομαι ΙΙ). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφάραγος˙ βρόγχος. τράχηλος. λαιμός. ψόφος».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
λαιμός, βρόχος, τράχηλος EUST.
Étymologie: R. Σφαργ, faire du bruit.