τραγῳδοδιδάσκαλος

Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ὁ,

   A tragic poet, who trained his own chorus and actors, Ar.Th.88, Isoc. 12.168, Arist.Po.1449a5:—τραγῳδιοδιδάσκαλος and τραγῳδιδάσκ- are ff. ll. in Luc.Cal.1, Ath. 15.699b, etc.

German (Pape)

[Seite 1133] ὁ, der Tragödiendichter, der selbst sowohl die Chortänzer als die eigentlichen Schauspieler sein Stück aufführen lehrte und sie einübte, auch in der ältern Zeit selbst eine Hauptrolle darin zu spielen pflegte; Ar. Th. 88; abgekürzt τραγῳδιδάσκαλος, Hemsterh. Ar. Plut. p. 89.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγῳδοδιδάσκᾰλος: ὁ, τραγικὸς ποιητής, ὅστις ἐδίδασκεν αὐτοπροσώπως τὸν χορὸν καὶ τοὺς ὑποκριτὰς καὶ κατὰ τοὺς παλαιοτέρους χρόνους ἐλάμβανε καὶ αὐτὸς μέρος εἰς τὰς παραστάσεις, Ἀριστοφ. Θεσμ. 88, Ἰσοκρ. 268C, Ἀριστ. Ποιητ. 4, 13· ― ὁ τύπος τραγῳδιοδιδάσκαλος, εἶναι μεταγενέστερος, ἀλλὰ πιθανῶς πλημμελὴς γραφὴ ἐν Λουκ. Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 1, Ἀθήν. 699Β· ― ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται πλημμελῶς τραγῳδιδάσκαλος, ὡς καὶ κωμῳδιδάσκαλος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui qui instruit les acteurs d’une tragédie à jouer leur rôle, postér. le poète lui-même qui dirigeait ces répétitions.
Étymologie: τραγῳδός, διδάσκαλος.