ὑπέρεισμα
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
English (LSJ)
ατος, τό,
A under-prop, support, Arist.PA655a10, Chrysipp.Stoic.2.168, Plu.2.132a, Sm.Ps.53(54).6.
German (Pape)
[Seite 1194] τό, untergesetzte Stütze, Unterlage; Arist. partt. an. 2, 9; Plut. de Is. et Os. 52; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρεισμα: τό, ὑποστήριγμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 10, Πλούτ. 2. 132Α.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
étai placé dessous, support.
Étymologie: ὑπερείδω.