τραγομάσχαλος
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
ον,
A with arm-pits smelling like a he-goat, Γοργόνες Ar.Pax811.
German (Pape)
[Seite 1133] unter den Achseln wie ein Bock riechend, Ar. Pax 782.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγομάσχᾰλος: -ον, οὗ αἱ μασχάλαι ὄζουσιν ὡς αἱ τοῦ τράγου, Γοργόνες ὀψοφάγοι, ..., τραγομάσχαλοι Ἀριστοφ. Εἰρ. 811.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont les aisselles sentent le bouc.
Étymologie: τράγος, μασχάλη.