τέρσομαι
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
Pass., with aor. inf. τερσῆναι, τερσήμεναι (v. infr.), as if from ἐτέρσην:—
A to be or become dry, dry up, ἕλκος ἐτέρσετο παύσατο δ' αἷμα the wound dried up and the blood was staunched, Il.11.267,848; οὐδέ μοι αἷμα τερσῆναι δύναται 16.519; θειλόπεδον τέρσεται ἠελίῳ is baked by the sun, Od.7.124; εἵματα δ' ἠελίοιο μένον τερσήμεναι αὐγῇ 6.98; ὅταν [τὰ ῥάκεα] ἐν ἡλίῳ τέρσηται Hp.Mul.1.11; ὄσσε δακρυόφιν τέρσοντο his eyes became dry from tears, Od.5.152. II Act. first in later Ep. (Hom. using only τερσαίνω, aor. subj. τέρσῃ (-σει codd.) Theoc.22.63; inf. τέρσαι Nic.Th.96,693 (v.l. τέρσον both times); opt. Med. τέρσαιο ib.709:—Hsch. cites ἐτέρρατο· ἐξηράνθη. (Cf. Lat. torreo, tostus, Skt. tṛṣyati (तृष्यति {तृष्}) 'to be thirsty'.)
German (Pape)
[Seite 1095] dep. pass., getrocknet werden, intrans. trocknen, trocken werden, dürr sein, vgl. Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 2. Aufl. S. 202; öfters bei Hom., über dessen Anwendung des Wortes Scholl. Aristonic. Iliad. 11, 621 ἡ διπλῆ, ὅτι ψύχειν μὲν λέγει πρὸς ἄνεμον, τέρσεσθαι δὲ ἐν ἡλίῳ· »εἵματα δ' ἠελίοιο μένον τερσήμεναι αὐγῇ (Odyss. 6, 98)«, Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 127; ἕλκος ἐτέρσετο, παύσατο δ' αἷμα, die Wunde wurde trocken u. das Blut stillte sich, Il. 11, 267; θειλόπεδον τέρσεται ἠελίῳ, das Blachfeld wird von der Sonne gedörrt, Od. 7, 124; ὄσσε δακρυόφιν τέρσοντο, die Augen wurden trocken von Thränen, 5, 152; aor. II. inf. τερσῆναι, τερσήμεναι, Il. 16, 519 Od. 6, 98 u. sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1405; Macedon. 6 (V, 225); Sp. D. haben auch vom act. einzelne Formen gebildet, aor. τέρσον, τέρσαι, Nic. Th. 96. 693. 709, fut. τέρσει, Theocr. 22, 63.
Greek (Liddell-Scott)
τέρσομαι: Παθ., μετ’ ἀπαρ. ἀορ. τερσῆναι, τερσήμεναι, ὥσπερ ἐξ ὁριστ. ἐτέρσην. (Ἐκ τῆς √ΤΕΡΣ ἢ ΤΡΑΣ παράγονται καὶ τὰ τρασιά, τερσιά, ταρσός, πρβλ. Σανσκρ. t.rish, t.rish-yâmi (sitio), tarsh-as (sitis)· Λατ. torr-eo, torr-ens, tos-tus· Γοτθ. thaurs-ja (διψάω = Ἀγγλ. thir-t)· Ἀρχ. Γερμαν. darr-u (torr-o, Ἀγγλ. dry, ξηρός)· - πρβλ. καὶ θέρος, θερμός). Εἶμαι ἢ γίνομαι ξηρός, ξηραίνομαι, ἕλκος ἐτέρσετο παύσατο δ’ αἷμα, τὸ ἕλκος ἐστέγνωσε καὶ τὸ αἷμα ἔπαυσε νὰ ῥέῃ, Ἰλ. Λ. 267, 848· οὐδέ μοι αἷμα τερσῆναι δύναται Π. 519 θ?ιλόπεδον τέρσεται ἠελίῳ, ἡ πεδιὰς γίνεται κατάξηρος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Ὀδ. Η. 124· εἵματα δ’ ἠελίοιο μένον τερσήμεναι αὐγῇ Ζ. 98· μετὰ γεν., οὐδέ ποτ’ ὄσσε δακρυόφιν τέρσοντο, οὐδέποτε ἐστέγνωναν τὰ ’μάτια της ἀπὸ τὰ δάκρυα, Ε. 152. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ πρῶτον παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. (ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ τερσαίνω), μέλλ. τέρσει (ὥσπερ ἐξ ἐνεστ. τέρρω), Θεόκρ. 22. 63· ἀόρ. προστ. τέρσον, ἀπαρ. τέρσαι, Νικ. Θηρ. 96, 693, 709. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει τύπον ἐτέρρατο· ἐξηράνθη.