διψάω

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διψάω Medium diacritics: διψάω Low diacritics: διψάω Capitals: ΔΙΨΑΩ
Transliteration A: dipsáō Transliteration B: dipsaō Transliteration C: dipsao Beta Code: diya/w

English (LSJ)

late Ep. διψώω Tryph.548, AP11.57 (Agath.): Ion. διψέω Archil.68; part.
A διψεῦσα AP6.21; contr. 3sg. διψῇ Pi.N.3.6, Pl.Phlb.35b; inf. διψῆν Hdt.2.24, S.Fr.735, Ar.Nu.441, etc.: impf. 3sg. ἐδίψη Hp. Epid.3.1.β,γ (διψᾷς, διψᾷ, διψᾶν only in later writers, APl.4.137 (Phil.), Pl.Ax.366a, LXXIs.29.8, Gal.5.837): fut. διψήσω X.Mem.2.1.17: aor. ἐδίψησα Pl.R.562c: pf. δεδίψηκα Hp.Cord.2, Plu.Pomp.73:—Med. (v. infr.):—thirst, στεῦτο δὲ διψάων [ᾱ] Od.11.584, etc.; of the ground, to be thirsty, be parched, Hdt.2.24; δ. ὑπὸ καύματος Alc.39.2; of trees, Thphr.CP3.22.5:—Med., διψώμεθα Hermipp.25.
2 metaph., δ. τινός thirst after a thing, Pi.N.3.6; ἐλευθερίας Pl.R.562c: later c. acc., δ. Χῖον Teles p.8 H.; φόνον APl.4.137 (Phil.); δικαιοσύνην Ev.Matt. 5.6; αἷμα J.BJ1.32.2; also δ. πρὸς τὸν θεόν LXXPs.41(42).2: c. dat., ὕδατι ib.Ex.17.3: c. inf., διψῶ χαρίζεσθαι ὑμῖν X.Cyr.5.1.1; ἀκρατῶς ἐδίψη οἴνου πίνειν Ael.VH2.41, etc.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): atem. δίψαμι Alc.347, IAmp.43 (VI/V a.C.), tb. -έω (v. infra)
• Prosodia: [-ᾱ- en διψάων Od.11.584]
• Morfología: [lesb. pres. ind. 3a plu. δίψαισι Alc.l.c., dór. fut. διψάσω Hdn.Gr.2.808, aor. part. διψάσας Call.Lau.Pall.77; formas contr. de tema en ¯e: pres. ind. 2a sg. διψῇς Ach.Tat.2.38.5, Hdn.Gr.2.318, 3a sg. διψῇ Pi.N.3.6, X.Cyr.1.2.8, Pl.Phlb.35b, impf. 3a sg. ἐδίψη Hp.Epid.3.1.2, 3, Ael.VH 2.41, Gal.17(1).552.6, Lib.Or.54.66.5, inf. διψῆν Hdt.2.24, Hp.Prog.15, S.Fr.735, Ar.Nu.441, Pl.Grg.494c, Arist.Cael.291b27, Ph.2.282, Luc.Am.53, Philostr.Ep.64, D.C.38.19.3, D.L.9.108, Hsch.; formas c. diéct. a partir de temas en vocal larga: pres. part. διψώων AP 11.57 (Agath.), Nonn.D.17.91, plu. masc. διψώοντες Nonn.D.13.265, fem. διψώουσαι Triph.548; formas de διψέω: pres. 3a sg. διψεῖ Eus.M.23.605B, inf. διψεῖν Orib.5.30.7, Chrys.Vir.70.1, part. διψέων Archil.213, Anacr.108, fem. διψεῦσα AP 6.21 (Iul.Aegypt.)]
1 tener sed de Tántalo στεῦτο δὲ διψάων Od.l.c., cf. Luc.Am.53, DMort.7.1, ἔασον δέ με διψέωντα πιεῖν Anacr.l.c., cf. Archil.l.c., A.A.901, Pi.Fr.94b.77, S.Fr.735, 763, Ar.l.c., Democr.B 300.19, Pl.Grg.517d, Hp.ll.cc., Cord.2, X.Mem.2.1.17, LXX Iu.8.30, Is.29.8, Eu.Io.7.37, Ep.Rom.12.20, Plu.Pomp.73, Arr.Epict.3.10.8, 9, 4.4.20, Luc.Dips.1, Gal.5.837, AP 11.57 (Agath.), Philostr.l.c., D.C.l.c., Hierocl.Facet.245, D.L.l.c., Nonn.D.13.265
en v. med. mismo sent. ὅταν πινώμεθ' ἢ διψώμεθα, εὐχόμεθα Hermipp.24
c. ac. int. διψάσας δ' ἀφατόν τι (Tiresias) teniendo una sed insaciable Call.l.c.
c. gen. διψᾷν πόματος Gal.16.302
c. dat. ἐδίψησεν ... ὁ λαὸς ὕδατι LXX Ex.17.3
de plantas y terrenos πάντα δὲ δίψαισ' ὐπὰ καύματος Alc.l.c., de los árboles, Thphr.CP 3.22.5, de un jardín AP 6.21 (Iul.Aegypt.), ὡς ῥίζα ἐν γῇ διψώσῃ 1Ep.Clem.16.3, γαῖα δὲ διψώουσα Nonn.D.36.199
c. gen., dicho de una reg. διψῆν ὑδάτων Hdt.l.c.
2 fig. tener sed, tener deseo, estar ansioso διψῇ γάρ, τοῦτο δὲ κένωσις Pl.Phlb.35b, cf. Ax.366a
c. gen. διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου Pi.l.c., πόλις ἐλευθερίας διψήσασα Pl.R.562c, φιλοσοφίας διψῆν Arist.l.c., διψῆν λόγων ποτίμων Ph.l.c., διψῶμεν τῶν ὑμ[ε] τέρων γραμμάτων PKell.G.71.37 (IV d.C.), αἱ μὲν ἐλευθερίης ἐρατῆς ἔτι διψώουσαι de las troyanas, Triph.l.c., Dioniso διψώων δὲ φόνοιο Nonn.D.17.91, διψῆν μὲν τῆς σωτηρίας Thdt.HE 5.31.1
c. ac. διψᾷ Χῖον Teles p.8, διψᾷς βρεφέων φόνον AP 16.137 (Phil.), διψῶντες τὴν δικαιοσύνην Eu.Matt.5.6, διψήσας ... αἷμα I.BI 1.628
c. πρός y ac. ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν θεὸν τὸν ζῶντα mi alma tuvo sed del dios vivo LXX Ps.41.3, τὴν πρὸς ἐμὲ ... οἰκείωσιν Cyr.Al.M.70.897B
c. inf. ὑμῖν διψῶ χαρίζεσθαι deseo seros agradable X.Cyr.5.1.1, ἱδρῶ διψήσασα πιεῖν τεόν AP 6.335 (Antip.Thess.), διψῇς ἔτι φιλεῖν Ach.Tat.2.38.5, ἀκρατῶς ἐδίψη οἴνου πίνειν Ael.VH 2.41
en v. pas. ser objeto de la sed, ser deseado del agua del bautismo, Gr.Naz.M.36.397C.

German (Pape)

[Seite 647] (vgl. διφάω); inf διψῆν, u. so immer η statt α in der Contraction; doch διψᾷς Ath. III, 122 f. u. Sp., wie N.T.; dursten, Durst haben; bei Homer einmal, in der interpolirten Stelle Odyss. 11, 584 στεῦτο δὲ διψάων vgl. Scholl.; Folgende; τινός, wonach, d. h. darnach verlangen, Pind. N. 3, 6; ἐλευθερίας Plat. Rep. VIII, 562 c; φόνου, p. bei Ath. X, 433; τιμῆς Plut. Cat. min. 11; seltener mit dem acc., Teles Stob. flor. 5, 67; φόνον Philp. 42 (Plan. 137); N.T.; auch mit dem inf., χαρίζεσθαι Xen. Cyr. 5, 5, 1; Ael. V. H. 3, 7. Das med. διψώμεθα hat Hermipp. bei Ath. X, 426 f.

French (Bailly abrégé)

διψῶ :
impf. ἐδίψων, f. διψήσω, ao. ἐδίψησα, pf. δεδίψηκα;
avoir soif, être altéré ; fig. δ. τινος, avoir soif de qch (de justice, de liberté, de vengeance).
Étymologie: δίψα.

Russian (Dvoretsky)

διψάω: (inf. διψῆν)
1 томиться жаждой, хотеть пить Hom., Aesch., Arst.: διψῆν ὑδάτων Her. страдать от отсутствия воды;
2 жаждать, страстно желать (ἄλλου Pind.; ἐλευθερίας Plat.; φιλοσοφίας Arst.; τιμῆς Plut.; τἢν δικαιοσύνην NT).

Spanish

tener sed

Greek (Liddell-Scott)

διψάω: Ἰων. -έω, Ἀρχίλ. 62· συνῃρ. γ΄ ἑνικ. διψῇ Πίνδ. Ν. 3. 10, Πλάτ., ἀπαρ. διψῆν Ἡρόδ. 2. 24, Σοφ. Ἀποσπ. 701, Ἀριστοφ., κτλ.· παρατ. γ΄ ἑνικ. ἐδίψη Ἱππ. Ἐπιδ. 1063, 1067 (οἱ ὁμαλῶς συνῃρ. τύποι διψᾷς, -ᾷ, -ᾶν μόνον παρὰ μεταγενεστ. συγγραφ., Ἀνθ. Πλαν. 137, Πλάτ. Ἀξιόχ. 366Α, Ἑβδ.)· μέλλ. διψήσω, Ξεν.· ἀόρ. ἐδίψησα Πλάτ. Πολ. 562C· πρκμ. δεδίψηκα Ἱππ., Πλούτ. ― Μέσ., ἴδε κατωτ. Αἰσθάνομαι δίψαν, στεῦτο δὲ διψάων [ᾱ] Ὀδ. Λ. 584, κτλ.· καὶ ἐπὶ ἐδάφους καταξήρου, Ἡρόδ. 2. 24· δ. ὑπὸ καύματος Ἀλκαῖ. 39. 2· ἐπὶ δένδρων, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 22, 5· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διψώμεθα Ἕρμιππ. Θεοῖς 1, ἀλλὰ πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 193· ― καὶ ἐν τῷ παθ., διψᾶται παρὰ πᾶσιν ἀνθρῶποις τὸ μαθεῖν τί ἐστι ψυχὴ ἀνθρώπου Ἀναστ. Σιναΐτ. ἐν Ἑλλ. Πατρολ. Migne τ. 89, σ. 716 (Λεξ. Κουμ.). 2) μεταφ., δ. τινος, διψῶ διά τι, σφόδρα ἐπιθυμῶ τι, ὡς τὸ Λατ. sitire, Πίνδ. Ν. 3. 10· ἐλευθερίας Πλάτ. Πολ. 562C· παρὰ μεταγεν. καὶ μετ’ αἰτ., δ. χιόνα Τέλης παρὰ Στοβ. 69. 24· φόνον Ἀνθ. Πλαν. 4. 137· δικαιοσύνην Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 6 ὡσαύτως, δ. πρὸς τὸν θεὸν Ἑβδ. (Ψαλμ. μα΄, 2)· μετὰ δοτ., ἐδίψησαν ὕδατι αὐτόθι· ― μετ’ ἀπαρ., διψῶ χαρίζεσθαι ὑμῖν Ξεν. Κύρ. 4. 6, ἐν τέλ.· ἀκρατῶς ἐδίψη οἴνου πίνειν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 41, κτλ.

English (Autenrieth)

only part., διψάων, thirsting, Od. 11.584†.

English (Slater)

διψάω thirst for met., have need of c. gen. διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου (N. 3.6) μὴ νῦν νεκτα[ρ ]νας ἐμᾶς διψῶντ' α[ ]παῤ ἁλμυρὸν οἴχεσθον (i. e. διψῶντε) Παρθ. 2. 77.

English (Strong)

from a variation of δίψος; to thirst for (literally or figuratively): (be, be a-)thirst(-y).

English (Thayer)

διψῶ, subjunctive present 3rd person singular δίψα (δίψῃ, cf. Winer's Grammar, § 13,3b.; (Buttmann, 44 (38)); Lob. ad Phryn., p. 61); future διψήσω; 1st aorist ἐδίψησα; (δίψα, thirst); (from Homer down); to thirst;
1. absolutely, to suffer thirst; suffer from thirst: properly, to thirst who painfully feel their want of, and eagerly long for, those things by which the soul is refreshed, supported, strengthened: τήν δικαιοσύνην, Winer's Grammar, § 30,10b.; (Buttmann, 147 (129)); ἐλευθερίας, Plato, rep. 8, p. 562c.; τιμῆς, Plutarch, Cat. maj. 11; others; cf. Winer's Grammar, 17).

Greek Monotonic

διψάω: (οι τύποι σε αε συναιρούνται σε η όχι α, όπως στο πεινάω), γʹ ενικ. διψῇ, απαρ. διψῆν, γʹ ενικ. παρατ. ἐδίψη, μέλ. διψήσω, αόρ. αʹ ἐδίψησα, παρακ. δεδίψηκα (δίψα
1. διψώ, διψάων [ᾱ], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για το έδαφος, είμαι διψασμένος, είμαι στεγνός, ξηρός, άνυδρος, σε Ηρόδ.
2. μεταφ., «διψώ», επιθυμώ σφόδρα ένα πράγμα, με γεν., σε Πλάτ.· έπειτα με αιτ., σε Ανθ., Κ.Δ.· με απαρ., επιθυμώ να πράξω, σε Ξεν.

Middle Liddell

δίψα
1. to thirst, διψάων [ᾱ] Od.; of the ground, to be thirsty, parched, Hdt.
2. metaph. to thirst after a thing, c. gen., Plat.: later c. acc., Anth., NTest.; c. inf. to long to do, Xen.

Chinese

原文音譯:diy£w 笛普沙哦
詞類次數:動詞(16)
原文字根:渴
字義溯源:渴,口渴,渴望,熱切願望;源自(δίψος)*=口渴)。這字的字面意義是口渴。這字隱喻的意義是心裏的渴想,渴慕;如撒瑪利亞婦人渴想叫人永遠不渴的生命泉源( 約4:15),又如饑渴慕義( 太5:6),這些渴慕,乃是蒙福的態度
出現次數:總共(16);太(5);約(6);羅(1);林前(1);啓(3)
譯字彙編
1) 渴(4) 約4:14; 約6:35; 林前4:11; 啓7:16;
2) 我渴了(3) 太25:35; 太25:42; 約19:28;
3) 渴了(3) 太25:44; 約7:37; 羅12:20;
4) 還要⋯渴(1) 約4:13;
5) 我⋯渴(1) 約4:15;
6) 口渴的(1) 啓22:17;
7) 渴的人(1) 太5:6;
8) 你渴了(1) 太25:37;
9) 口渴的人(1) 啓21:6

Translations

I'm thirsty

Abkhaz: аӡба сакуеит; Afrikaans: ek is dors; Arabic: أَنَا عَطْشَان, أَنَا عَطْشَانَة; Armenian: ես ծարավ եմ; Belarusian: я хачу піць, мне хочацца піць; Bulgarian: искам да пия, жаден съм, жадна съм; Burmese: ရေငတ်တယ်; Catalan: tinc set; Cebuano: giuhaw ko; Chamorro: må'o yo'; Chinese Cantonese: 我好口渴, 我好頸渴, 我好颈渴; Hokkien: 我喙焦, 我喙渴, 我喙堅, 我喙坚; Mandarin: 我渴了, 我很渴; Czech: mám žízeň; Danish: jeg er tørstig; Dutch: ik heb dorst; Esperanto: mi soifas; Faroese: eg eri tystur, eg eri tyst; Finnish: minulla on jano; French: j'ai soif; Galician: teño sede; Georgian: მწყურია; German: ich habe Durst; Greek: διψώ, είμαι διψασμένος; Ancient Greek: διψάω, διψέω, διψῆν, διψῶ, διψώω; Gujarati: મને તરસ લાગી છે; Hawaiian: makewai au; Hebrew: אני צמא; Hindi: मुझे प्यास लगी है; Hungarian: szomjas vagyok; Icelandic: ég er þyrstur, ég er þyrst, mig þyrstir; Ido: me durstas; Ingrian: miul ono jano; Italian: ho sete; Japanese: 喉が渇いています; Korean: 목마릅니다, 목말라요; Lakota: ímapuze; Lithuanian: aš esu alkanas, aš esu alkana, aš noriu gerti; Low German German Low German: ik heff Dorst; Macedonian: жеден сум, жедна сум; Malay: saya haus, saya dahaga; Maltese: għandi l-għatx; Marathi: मला तहान लागली आहे; Mongolian: минийн ам цангаж байна; Navajo: dibááʼ nisin; Nootka: naqmiiḥas; Norwegian: jeg er tørst; Ojibwe: ningiishkaabaagwe, ninoodeyaabaagwe; Persian: تشنه‌ام, تشنه هستم; Polish: pić mi się chce, jestem spragniony, jestem spragniona; Portuguese: eu tenho sede, tenho sede; Romani: si manqe truś; Romanian: mi-e sete; Russian: я хочу пить, мне хочется пить; Serbo-Croatian Cyrillic: сам жедан, сам жедна; Roman: sam žedan, sam žedna; Slovak: chcem piť, mám smäd; Slovene: jaz sem žejen, jaz sem žejna; Spanish: tengo sed; Swahili: nina kiu; Swedish: jag är törstig; Tagalog: uhaw ako; Telugu: నాకు దాహముగా ఉన్నది; Thai: ผมหิวน้ำครับ, ดิฉันหิวน้ำค่ะ, ฉันหิวน้ำ - male or ค่ะ female for politeness); Turkish: susadım; Ukrainian: я хочу пити, мені́ хочеться пити; Urdu: مجھے پیاس لگی ہے; Vietnamese: tôi đang khát; Yiddish: איך בין דאָרשטיק; Yup'ik: meqsugtua