ἀλλόθροος

From LSJ
Revision as of 15:22, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλόθροος Medium diacritics: ἀλλόθροος Low diacritics: αλλόθροος Capitals: ΑΛΛΟΘΡΟΟΣ
Transliteration A: allóthroos Transliteration B: allothroos Transliteration C: allothroos Beta Code: a)llo/qroos

English (LSJ)

ον, contr. ἀλλό-θρους, ουν (as always in Trag.)

   A speaking a strange tongue, ἐπ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, κατ' ἀλλοθρόους ἀνθρ., Od. 1.183, 3.302, 15.453: generally, foreign, στρατός Hdt.1.78 ; Αἴγυπτος Id.3.11 ; πόλις A.Ag.1200 ; strange, alien, γνώμη S.Tr.844.—Not in Att.Prose.

German (Pape)

[Seite 103] zsgzg. ἀλλόθρους, cinc andere, fremde Sprache redend, fremd, Hom. viermal, Od. 1, 183 πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον ἐπ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, 3, 302 ήλᾶτο ξὺν νηυσὶ κατ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, 15, 453 ὅπῃ περάσητε κατ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, 14, 43 πλάζετ' ἐπ' ἀλλοθρόων ἀνδρῶν δῆμόν τε πόλιν τε; – Her. στρατός 1, 78. 3, 11; Aesch. πόλις Ag. 1 173 vgl. Suppl. 951; Soph. ἀπ' ἀλλόθρου γνώμης Tr. 841; von anderer Absicht, Sp., wie Dio Cass. 41, 60.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλόθροος: -ον, Ἀττ. συνῃρ. θρους, ουν (ὡς ἀείποτε παρὰ τοῖς τραγ.) ― ὁ λαλῶν ξένην γλῶσσαν· ἐπ’ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, κατ’ ἀλλοθρόους ἀνθρ., Ὀδ., ὡς Α. 183, Γ. 302, Ο. 453· ἐπ’ ἀλλοθρόων ἀνθρ., Ξ. 43: καθόλου, = ξένος, στρατός, Ἡρόδ. 1. 78: Αἴγυπτος, ὁ αὐτ. 3. 11· πόλις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1200· ξένος, ἀλλότριος, γνώμη, Σοφ. Τρ. 844. ― Οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. πεζογράφοις.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui parle une autre langue, étranger ; ἀλλόθροος γνώμα SOPH conseil d’autrui.
Étymologie: ἄλλος, θρέω.

English (Autenrieth)

speaking a strange tongue. (Od.)