βέομαι
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
and βείομαι, Homeric subj. used as fut., I
A shall live, οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν Il.15.194; οὐδ' αὐτὸς δηρὸν βέῃ 16.852, cf. 24.131; τί νυ βείομαι αἰνὰ παθοῦσα ; 22.431. (Cf. βιόμεσθα, βίονται (v. βιόω), whence βίομαι, βίε' should perh. be restored in Hom.)
German (Pape)
[Seite 442] auch βείομαι, Hom. nur praes. mit Futur-, Bdtg. ich werde wandeln (βῆναι), ich werde leben, Il. 15, 194. 16, 852. 22, 431. 24, 131. Andere bringen es mit βίος zusammen; danach wäre βείομαι die ursprüngl. Form, durch guna ει aus ι.
Greek (Liddell-Scott)
βέομαι: καὶ βείομαι, παρ’ Ὁμήρ. μόνον, μετὰ σημασ. μέλλ., θὰ ζήσω, οὔτι Διὸς βέομαι φρεσὶν Ἰλ. Ο. 194· οὐδ’ αὐτὸς δηρὸν βέη II. 852, πρβλ. Ω. 131· ἐγὼ δειλή τὲ νυ βείομαι Χ. 431. (Ὀ Κούρτιος φρονεῖ ὅτι ἀνήκει εἰς τὴν ῥίζαν τῶν λέξεων βίος, βιόω).
French (Bailly abrégé)
par renforcement épq. βείομαι;
prés. au sens d’un fut.
vivre.
Étymologie: apparenté à βίος.
English (Autenrieth)
2 sing. βέῃ, pres. w. fut. signif.: shall (will) live, Il. 15.194, Il. 16.852, Il. 22.22, , Il. 24.131.