ὁμῆλιξ

From LSJ
Revision as of 15:27, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμῆλιξ Medium diacritics: ὁμῆλιξ Low diacritics: ομήλιξ Capitals: ΟΜΗΛΙΞ
Transliteration A: homē̂lix Transliteration B: homēlix Transliteration C: omiliks Beta Code: o(mh=lic

English (LSJ)

Aeol. ὐμᾶλιξ Theoc.30.20 : ῐκος, ὁ, ἡ :—

   A of the same age, mostly of young persons, Od.15.197, 16.419, Hes.Op.444,447, Hdt. 1.99, E.Hipp.1098, etc. ; of things, παραδοχὰς . . ὁμήλικας χρόνῳ Id.Ba.201.    2 as Subst., equal in age, comrade, νίψον σοῖο ἄνακτος ὁμήλικα (of an elderly man) Od.19.358 ; δάμαρτος τῆς ἐμῆς ὁ. E.Alc. 953.    II of like stature, Luc.Pr.Im.13 : neut., ὁμήλικα ζῷα Apollon.Mir.17.

German (Pape)

[Seite 330] ικος, gleichaltrig, bes. von gleicher Jugend, Od. 15, 197. 16, 419 u. öfter; Hes. O. 446. 449; τῆσδε γῆς μοι ὁμήλικες, Eur. Hipp. 1098; Alc. 956 u. öfter; u. in späterer Prosa, wie Luc. pro imag. 13, auch übh. von gleicher Größe.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμῆλιξ: ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ἔχων, συνηλικιώτης, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ νέων τὴν ἡλικίαν ἀνθρώπων, Ὀδ. Ο. 197, Π. 419, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 442, 445, Ἡρόδ. 1. 99, Εὐρ. Ἱππ. 1098, κτλ.· ἐπὶ πραγμάτων, ὁμ. χαίτη Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 8. 21· ― οὐδ., ὁμήλικα ζῷα Ἀπολλων. Ἱστ. Θαυμ. 17. 2) ὡς οὐσιαστ., ἄνθρωπος τῆς αὐτῆς ἡλικίας, σύντροφος, Λατ. aequalis, νίψον σοῖο ἄνακτος ὁμήλικα, ἔνθα τοῦτο λέγεται περὶ ἀνθρώπου πρεσβύτου, Ὀδ. Τ. 358· δάμαρτος τῆς ἐμῆς ὁμ. Εὐρ. Ἄλκ. 953. ΙΙ. ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ ἀνάστημα, Λουκ. ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 13.

French (Bailly abrégé)

ήλικος (ὁ, ἡ)
1 de même âge ; compagnon;
2 de même grandeur.
Étymologie: ὁμός, ἧλιξ.

English (Autenrieth)

ικος: of like age; τινός, ‘withone, Od. 19.358.