ἐπιρρέπω

From LSJ
Revision as of 15:28, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρέπω Medium diacritics: ἐπιρρέπω Low diacritics: επιρρέπω Capitals: ΕΠΙΡΡΕΠΩ
Transliteration A: epirrépō Transliteration B: epirrepō Transliteration C: epirrepo Beta Code: e)pirre/pw

English (LSJ)

   A lean towards, ὄφρα . . ἡμῖν δ' αἰπὺς ὄλεθρος ἐπιρρέπῃ, metaph. from the balance, Il.14.99: hence, generally, fall to one's lot, [ὑμέναιος] ἐ. γαμβροῖσιν ἀείδειν A.Ag.707 (lyr.): abs., ib.1042.    2. metaph., incline, πρὸς ἔλεον Ph.2.582.    II. trans., ἐ. τάλαντον force down one scale, Thgn.157.    2. weigh out to one, allot, esp. of ill fortune, ἐ. μῆνιν πόλει A.Eu.888; Δίκα τοῖς παθοῦσι μαθεῖν ἐπιρρέπει Id.Ag.251 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρέπω: ῥέπω, κλίνω πρός τι, ὄφρ’... ἡμῖν δ’ αἰπὺς ὄλεθρος ἐπιρρέπῃ, μεταφ. ἐκ τῆς πλάστιγγος, Ἰλ. Ξ. 99, πρβλ. Θ. 72· ἐντεῦθεν καθόλου, πίπτει εἰς τὸν κλῆρόν τινος νὰ πράξῃ τι, ὑμέναιον, ὃς τότ’ ἐπέρρεπεν γαμβροῖσιν ἀείδειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 707· ἀπολ., αὐτόθι 1042. ΙΙ. μεταβ., κάμνω τι νὰ κλίνῃ, ἐπὶ τῆς πλάστιγγος, Ζεὺς γάρ τοι τὸ τάλαντον ἐπιρρέπει ἄλλοτε ἄλλως Θέογν. 157. 2) κάμνω τι νὰ ἐπέλθῃ κατά τινος, ἐπ. μῆνιν πόλει Αἰσχύλ. Εὐμ. 888· Δίκα δὲ τοῖς μὲν παθοῦσι μαθεῖν ἐπιρρέπει Ἀγ. 250· ἴδε καταρρέπω.

French (Bailly abrégé)

1 intr. pencher sur ou vers ; échoir en partage;
2 tr. faire échoir en partage, faire tomber sur.
Étymologie: ἐπί, ῥέπω.

English (Autenrieth)

(ϝρέπω): sink toward, of the balance; ὄλεθρος ἡμῖν, ‘settles down upon us,’ Il. 14.99.