κνυζηθμός
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
ὁ, prop. of dogs,
A whining, whimpering, opp. barking or snarling, κύνες τε ἴδον καί ῥ' οὐχ ὑλάοντο, κνυζηθμῷ δ' ἑτέρωσε διὰ σταθμοῖο φόβηθεν Od.16.163; of wild beasts, A.R.3.884; of young bears, Opp.C.3.169 (pl.); of children, Ath.9.376a.
German (Pape)
[Seite 1464] ὁ, das Geknurr, Gewinsel, bes. der schmeichelnden od. sich fürchtenden Hunde, Od. 16, 162; auch von anderen Thieren, Gebrüll des Löwen Opp. Cyn. 3, 169 Ap. Rh. 3, 884; vom Schreien eines kleinen Kindes Ath. IX, 376 a. Vgl. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
κνυζηθμός: ὁ, μινυρισμός, ἀσαφὴς τῶν κυνῶν βοή, ἢ ποιὸς κλαυθμὸς τῶν κυνῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὑλακὴν ἢ τὸν ὠρυγμόν, κύνες τε ἴδον καὶ οὐχ ὑλάοντο, κνυζηθμῷ δ’ ἑτέρωσε διὰ σταθμοῖο φόβηθεν Ὀδ. ΙΙ. 163· ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 884· ἐπὶ ἀρκτύλων, Ὀππ. Κυν. 3. 169· ἐπὶ νηπίων, Ἀθήν. 376Α· πρβλ. κνυζάομαι.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
jappement joyeux ou craintif d’un chien.
Étymologie: κνυζέω ; cf. βληχηθμός, μυκηθμός, ὀγκηθμός.
English (Autenrieth)
(κνύζω): whimpering, of dogs, Od. 16.163†.