κυανόπρῳρος
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
ον,
A darkprowed, of ships, Il.15.693, 23.852, Od.9.482, 539: fem. κυανόπρῳρᾰ, B.16.1.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνόπρῳρος: -ον, ἔχων πρῷραν βαθέως κυανοῦ χρώματος, μελανόπρῳρος, ἐπὶ πλοίων τὸ τοῦ Οὐεργιλ. caeruleae naves), Ἰλ. Ο. 693., Ψ. 852, Ὀδ. Ι. 482, 539, κτλ.· πρβλ. κυανώπης.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la proue sombre.
Étymologie: κύανος, πρῷρα.
English (Autenrieth)
and κυανο-πρῴρειος (πρῴρᾶ): dark-prowed, dark-bowed, epith. of ships.