ἐχεπευκής

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχεπευκής Medium diacritics: ἐχεπευκής Low diacritics: εχεπευκής Capitals: ΕΧΕΠΕΥΚΗΣ
Transliteration A: echepeukḗs Transliteration B: echepeukēs Transliteration C: echepefkis Beta Code: e)xepeukh/s

English (LSJ)

ές, (πευκ-, cf.

   A pungo) sharp, piercing, βέλος Il.1.51,4.129: expld. by Eust., etc., as bitter, and so later σμύρνη Nic.Th.600; σικύοιο ῥίζα ib.866, cf. Orph.L.475.

German (Pape)

[Seite 1124] ές, βέλος, Il. 1, 51. 4, 129, von πεύκη, die Fichte, entweder von der Bitterkeit des Fichtenharzes übertragen, nach den alten Erklärern ἔχον πικρίαν, bittere, durchdringende Schmerzen habend, bringend, verursachend, od. mit Buttm. Lexil. I p. 17 = spitz, wogegen der spätere Gebrauch des Wortes spricht, z. B. σμύρνα ἐχεπ. Nic. Th. 600, σικύοιο ἐχεπευκέα ῥίζαν ἀγροτέρου 866. Bei Orph. Lith. 469 τείροντα θνητοὺς ἐχεπευκέῖ πάντας ἀϋτμῇ. Vgl. noch ἐχέστονος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχεπευκής: -ές, (πεύκη) Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ βέλους, Ἰλ. Α. 51, Δ. 129. ― κατὰ τὸν Εὐστ. κλ., πικρός, ἀλλὰ κατὰ τὸν Buttm. (Λεξιλ. ἐν λ.), ὀξύς, διαπεραστικός (πρβλ. πεύκη, πικρός)· ― μεταγεν. ποιηταὶ βεβαίως μετεχειρίσθησαν τὴν λέξιν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ πικρός, ὡς Νικ. Θ. 600, 866, Ὀρφ. Λιθ. 469.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aigu, pointu.
Étymologie: ἔχω, πευκή.

English (Autenrieth)

ές (cf. πικρός): having a sharp point, sharp, ὀιστός. (Il.)