ὀμφαλόεις

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφᾰλόεις Medium diacritics: ὀμφαλόεις Low diacritics: ομφαλόεις Capitals: ΟΜΦΑΛΟΕΙΣ
Transliteration A: omphalóeis Transliteration B: omphaloeis Transliteration C: omfaloeis Beta Code: o)mfalo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A having a navel or boss, ἀσπίδος -οέσσης of the shield with a central boss, Il.6.118, Tyrt.12.25, cf.Ar.Pax1274 ; ζυγὸν-όεν yoke with a knob on the top, Il.24.269, cf. ὀμφαλός 11.2 ; οἰμωγὰς -οέσσας Ar.Pax1278 (by comic transference from ἀσπίδας ὀ. ib. 1274) ; συκέης πόσιν -όεσσαν, prob. referring to a peculiar kind of fig (called ὀμφάλειος by Phot.), Nic.Al.348 ; ἄρκτον-όεσσαν, because pointing to the pole (ὀμφαλός) of the heavens, ib.7.

German (Pape)

[Seite 343] εσσα, εν, mit einem Nabel versehen, genabelt; ἀσπὶς ὀμφαλόεσσα, der Schild, der in der Mitte einen nabelförmigen, nabelrunden Buckel hat, Il. oft, in der Od. 19, 32; Ar. Pax 1240, wo 1244 komisch οἰμωγὰς ᾄδων ὀμφαλοέσσας verbunden ist; eben so ζυγὸν ὀμ φαλόεν, das in der Mitte mit einer buckelförmigen Erhöhung verschene Joch, Il. 24, 269; einzeln bei sp. D., wie Nic. Al. 7 das Gestirn des Bären ἄρκτος ὀμφαλόεσσα nennt, vielleicht weil es am Pol steht.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφᾰλόεις: εσσα, εν, ὁ ἔχων ὀμφαλὸν ἢ στρογγύλον κόσμημα, Ὅμ. (μάλιστα ἐν τῇ Ἰλ.)· ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης, ἐπὶ τῆς ἀσπίδος τῆς ἐχούσης ἐν τῷ κέντρῳ ὀμφαλὸν ἢ στρογγύλον τι κόσμημα, Ἰλ. Ζ. 118, κτλ.· ζυγὸν ὀμφάλεον, ἔχον ὀμφαλὸν ἢ κόμβον ἐν τῷ μέσῳ, Ω. 269 ἴδε ὀμφαλὸς ΙΙ· - οἰμωγὰς ὀμφαλοέσσας (ἀστεϊσμὸς παρὰ προσδοκίαν) Ἀριστοφ. Εἰρ. 1278· - σύκων πόσιν ὀμφαλόεσσαν, ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 7, πιθαν. ἀναφερόμενον εἰς εἶδός τι σύκου ὅπερ καλεῖται ὀμφάλειος παρὰ Φωτίῳ.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
relevé ou bombé dans son milieu comme un nombril.
Étymologie: ὀμφαλός.

English (Autenrieth)

εσσα, εν: furnished with an ὀμφαλός or ὀμφαλοί, bossy, studded, epith. of shield, yoke. (Il.)