κτυπέω
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
Ep. Iterat.
A κτυπέεσκον Q.S.9.135: aor. 1 ἐκτύπησα E. Ph.1181, Arr.Tact.40.6; poet. κτύπησα S.OC1606, E.Or.1467 (lyr.): Ep. aor. 2 ἔκτῠπον Il.8.75, al., S.OC1456 (lyr.), κτύπον Il.8.170:— Pass., v. infr.: (κτύπος):—crash, as trees falling, μεγάλα κτυπέουσαι πῖπτον Il.23.119; freq. of thunder, Ζεὺς ἔκτυπε 8.75, cf. 7.479, Od.21.413, etc.; ἔκτυπεν αἰθήρ S.OC1456 (lyr.); of the sea, Pl.R.396b. 2 ring, resound, κτυπέει δέ θ' ὑπ' αὐτοῦ ὕλη (sc. χειμάρρου) Il.13.140; ἀμφὶ δ' ἐκτύπουν πέτραι rang with the cries of Heracles, S.Tr.787; Διὸς βρονταῖσιν εἰς ἔριν κ. E.Cyc.328; δρομήμασιν Id.Med.1180; τοῖν ποδοῖν κ. stamp loudly with... Ar.Ec.545, cf. Gal.7.60; εἰ . . ἐμπεσὸν [δόρυ] τῷ θυρεῷ κτυπήσειε Arr.l.c.; σιδηρῷ ὑποδήματι Luc.Salt.83: c. acc. cogn., φόβον κτυπεῖν, like κλάζειν Ἄρη, E.Rh.308. II causal, make to ring or resound, χθόνα Hes.Sc.61; τύμπανα Opp.C.4.247: c. dupl. acc., κτύπησε κρᾶτα . . πλαγάν (v.l. πλαγᾷ) made it ring with a blow, E.Or. l. c.: metaph., κ. ἐν τοῖς συμβουλευτικοῖς τόποις τὰς ὀνομασίας Phld.Rh.1.208 S.:—Pass., resound, Ar.Pl.758, Th.995 (lyr.); κτυπηθῆναι τὰ ὦτα Philostr.VA6.26.
German (Pape)
[Seite 1520] aor. II. ἔκτυπον (vgl. γδουπέω), durch Schlagen, Stampfen laut ertönen, krachen, prasseln; Il. 13, 140. 23, 119, von dem Niederkrachen der abgebrochenen Baumäste; oft vom Donnern des Zeus, σμερδαλέα κτυπέων, Il. 7, 479. 17, 595 Od. 21, 413, wie ἔκτυπεν αἰθήρ Soph. O. C. 1456; ἀμ φὶ δ' ἐκτύπουν πέτραι Tr. 784; κτυπεῖ δόμος κλῄθρων λυθέντων Eur. Hel. 865; κτυποῦσα τοῖν ποδοῖν Ar. Eccl. 545, u. öfter vom Wiederhall; auch pass., Plut. 758 Th. 945; θάλατταν κτυποῦσαν, das brausende Meer, Plat. Rep. III, 396 b. – Auch trans., χθόνα δ' ἔκτυπον ὠκέες ἵπποι, νύσσοντες χήλῃσι, sie ließen die Erde erdröhnen, Hes. Sc. 61; κτύπησε κρᾶτα μέλεον πλαγάν, er schmetterte auf das Haupt einen Schlag, Eur. Or. 1467; anders πολλοῖσι σὺν κώδωσιν ἐκτύπει φόβον, er jagte Furcht ein, Rhes. 308.
Greek (Liddell-Scott)
κτυπέω: ἀόρ. α΄ ἐκτύπησα Εὐρ. Φοίν. 1181, ποιητ. κτύπησα Σοφ. Ο. Κ. 1606, Εὐρ. Ὀρ. 1467˙ Ἐπικ. ἀόρ. β΄ ἔκτῠπον (ὅπερ μιμεῖται ὁ Σοφ. Ο. Κ. 1456), καὶ κτύπον Ἰλ. ― Παθ., ἴδε κατωτ.˙ (κτύπος). Παταγῶ, κροτῶ ὡς τὰ πίπτοντα δένδρα, μέγα κτυπέουσαι πῖπτον Ἰλ. Ψ. 119, πρβλ. Ν. 140˙ συχνάκις ἐπὶ βροντῆς, Ζεὺς ἔκτυπε Θ. 75, πρβλ. Η. 479, Ὀδ. Φ 413, κτλ.˙ οὕτω, ἔκτυπεν αἰθὴρ Σοφ. Ο. Κ. 1456˙ ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Πλάτ. Πολ. 396Β. 2) κροτῶ, ἀντηχῶ, κτυπέει δέ τ’ ὑπ’ αὐτοῦ ὕλη, «ἠχεῖ δὲ ὑπ’ ἀυτοῦ (δηλ. τοῦ χειμάρρου) ὁ δρυμὸς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ν. 140˙ ἀμφὶ δ’ ἐκτύπουν πέτραι, ἀντήχουν ἐν τῶν κραυγῶν τοῦ Ἡρακλέους, Σοφ Τρ. 787˙ κτ. Διὸς βρονταῖσιν Εὐρ. Κύκλ. 328˙ δρομήμασιν ὁ αὐτ. ἐν Μήδ. 1180˙ τοῖν ποδοῖν κτ., κροτεῖν ἠχηρῶς διὰ τῶν ποδῶν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 545˙ σιδηρῷ ὑποδήματι Λουκ. π. Ὀρχ. 83˙ ― σπανίως ἐπὶ προσώπων, πάντες... μετὰ χαρᾶς κτυπήσατε, βοήσατε, Κωμ. Ἀνώνυμ. 362˙ ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., φόρον κτυπεῖν, ὡς τὸ κλάζειν Ἄρη, Εὐρ. Ρῆσ. 308. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, κάμνω νὰ ἠχήσῃ ἢ νὰ ἀντηχήσῃ τι, χθόνα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 61˙ μετὰ διπλῆς αἰτιατ., κτύπησε κρᾶτα... πλαγάν, ἔκαμε νὰ κροτήσῃ διὰ τῆς πληγῆς, ἢ κατήνεγκεν ἠχηρὸν κτύπημα κατὰ τῆς κεφαλῆς, Εὐρ. Ὀρ. 1467 (ἀλλὰ τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσι: πλαγᾷ)˙ ― ἐντεῦθεν πάλιν ἐν τῷ πληθ., κροτῶ, ἀντηχῶ, Ἀριστοφ. Πλ. 758, Θεσμ. 995˙ κτυπηθῆναι τὰ ὦτα Φιλόστρ. 266.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. κτυπήσω, ao. ἐκτύπησα, ao.2 ἔκτυπον;
1 intr. faire du bruit en frappant, en tombant, résonner, retentir : Ζεὺς ἔκτυπε IL Zeus a fait retentir le tonnerre;
2 tr. frapper avec bruit, faire retentir ; Pass. être frappé avec bruit, résonner, retentir.
Étymologie: DELG croisement entre γδουπέω et τύπτω.
English (Autenrieth)
aor. ἔκτυπε: crash, thunder; of falling trees, the bolts of Zeus.