οἰνόπεδος

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνόπεδος Medium diacritics: οἰνόπεδος Low diacritics: οινόπεδος Capitals: ΟΙΝΟΠΕΔΟΣ
Transliteration A: oinópedos Transliteration B: oinopedos Transliteration C: oinopedos Beta Code: oi)no/pedos

English (LSJ)

ον (η, ον Opp. C.4.331),

   A with soil fit to produce wine, abounding in wine, ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Od.1.193, cf. 11.193 ; productive of wine, -πέδῃσι φυτηκομίῃσι μεμηλώς Opp.l.c.    II Subst. οἰνό-πεδον, τό, vineyard, τέμενος... τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο Il.9.579, cf. Thgn.892, Theoc.24.130, Plu.2.604c, prob. for οἰκ- in SIG1000.8 (Cos):—also οἰνο-πέδη, ἡ, AP11.409 (Gaet.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰνόπεδος: -ον, ὁ ἔχων ἔδαφος κατάλληλον πρὸς παραγωγὴν οἴνου, ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Ὀδ. Α. 193, πρβλ. Λ. 132, Μόσχ. 4. 100. ΙΙ. οἰνόπεδον, ὡς οὐσιαστ., γῆ οἰνοφόρος, ἀμπελών, τέμενος ... τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο Ἰλ. Ι. 579, πρβλ. Θέογν. 892, Θεόκρ. 24. 128· - ὡσαύτως οἰνοπέδη, ἡ, Ἀνθ. Π. 11. 409, Ὀππ. Κ. 4. 331.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le sol est planté de vignes.
Étymologie: οἶνος, πέδον.

English (Autenrieth)

(πέδον): consisting of wine-land, wine-yielding; subst., οἰνόπεδον, vineyard, Il. 9.579.