περιπληθής
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ές,
A very full of people, νῆσος Od.15.405 ; of a speech, full of matter, Plu.Cat.Mi.5. 2 very full or large, σάρξ Id.Mar.34, cf. Luc.Anach.25: Comp. -έστερος Id.VH2.40. II very full of a thing, c. gen., καρπῶν Ph.2.494 (Sup.); σπέρματος Dsc.3.23 : c. dat., Opp.H.1.796, al.
German (Pape)
[Seite 588] ές, sehr voll, bes. sehr menschenreich, νῆσος Od. 15, 405, u. Sp., wie Luc. gymn. 25, sehr weit.
Greek (Liddell-Scott)
περιπληθής: -ές, ὁ παντάπασι πλήρης ἀνθρώπων, νῆσος Ὀδ. Ο. 405· ἐπὶ λόγου, πλήρης ὕλης ἢ οὐσίας, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 5. 2) λίαν μέγας, ὑπερμεγέθης, Λουκ. Ἀνάχ. 25, Πλουτ. Μάρ. 34· συγκρ. -έστερος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 40. ΙΙ. πλήρης πράγματός τινος, μετὰ γεν., Φίλων 2. 494 ἐν τῷ ὑπερθ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. très plein, rempli de ; abs. plein de matière, substantiel (discours);
II. p. suite
1 populeux;
2 grand, gros.
Étymologie: περί, πλῆθος.