φίλτατος
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
η, ον, irreg. Sup. of φίλος, mostly poet., Il.6.91, al., Pi.P.9.98, A.Th.16, Ar.Ach.885, etc.; τὰ φ.
A one's nearest and dearest, v. φίλος 1.1c; οἱ φ. A.Ch.234; less freq. in Prose, Pl.Prt.314a, Grg.513a, Lg.650a, X.Cyr.4.3.2, etc.; τὰ φ. σώματα, opp. τοὺς ἀλλοτρίους, Aeschin.3.78; cf. φίντατος.
German (Pape)
[Seite 1289] superl. zu φίλος, Hom. u. Hes., s. φίλος.
Greek (Liddell-Scott)
φίλτατος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθ. τοῦ φίλος, Ὅμ., Ἡσ., καὶ Τραγικ.· τὰ φίλτατα, τὰ ἀγαπητότατα πρόσωπα, οἱ στενώτατοι συγγενεῖς, οἷον γονεῖς, τέκνα, ἀνὴρ ἢ γυνή, ἀδελφοὶ ἢ αδελφαί, ἴδε ἐν λ. φίλος Ι. 1. γ· σπανιώτερον παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ὡς Πλάτ. Πρωτ. 313Ε, Γοργ. 513Α, Νόμ. 650Α, Ξεν., κλπ.· ἴδε Valck. εἰς Εὐρ. Ἱππόλ. 964· τὰ φίλτατα σώματα, ἐναντίον τοῦ τοὺς ἀλλοτρίους, Αἰσχίν. 64. 42· πρβλ. φίντατος.
French (Bailly abrégé)
Sp. de φίλος.
English (Autenrieth)
see φίλος.