μανύω

From LSJ
Revision as of 12:18, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾱνύω Medium diacritics: μανύω Low diacritics: μανύω Capitals: ΜΑΝΥΩ
Transliteration A: manýō Transliteration B: manyō Transliteration C: manyo Beta Code: manu/w

English (LSJ)

μᾱν-ῡτής, μᾱν-ῡτικός, μᾱν-ῡσις, Dor. for μην-.

Greek (Liddell-Scott)

μᾱνύω: μᾱνῡτής, μάνῡσις, Δωρ. ἀντὶ μηνύω, μηνυτής, μήνυσις.

French (Bailly abrégé)

dor. c. μηνύω.

English (Slater)

μᾱνῠω
   a declare ὣς ἄρα μάνυε (O. 6.52) ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῖς (P. 1.93) τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις (sc. Χρομίος: “donne le signale du chant.” Puech) (N. 9.4) [μανύων (codd.: ματεῖσ Schr.: ματεύοισ Turyn) *fr. 107a. 5.*]
   b point out, make known οἷς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς (οἷς σημαίνων τὸν Ἅιδην ἀντὶ τοῦ οὓς ἀναιρῶν. Σ.) (I. 8.55)