ὀρφανίζω

From LSJ
Revision as of 12:20, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρφᾰνίζω Medium diacritics: ὀρφανίζω Low diacritics: ορφανίζω Capitals: ΟΡΦΑΝΙΖΩ
Transliteration A: orphanízō Transliteration B: orphanizō Transliteration C: orfanizo Beta Code: o)rfani/zw

English (LSJ)

   A make orphan, make destitute, πρὸς παίδων, οὓς ὀρφανιεῖς E.Alc.276 (anap.); ἀμὸν βίον ὠρφάνισσε (prob. cj., -ισε codd.) ib.397: c. gen., rob, bereave of a thing, τινὰ ὕπνου, ζωᾶς, Theoc.Ep.5.6, AP7.483 ; βιότου IG12(8).441.8 (Thasos); ὀ. κακὰν γλῶσσαν ὀπός rob Slander of her voice, Pi.P. 4.283:—Pass., to be bereaved, τῶν φίλων Gorg.Hel.7 ; ἐκ δυοῖν . . ὠρφανισμένος βίον (βίου codd.) S.Tr.942 : abs., to be left in orphanhood, Pi. P.6.22.    II sweep away, Ἅιδης . . ἐλπίδας ὠρφάνισεν Epigr.Gr.233.10 (Chios).

German (Pape)

[Seite 388] verwaisen, zur Waise machen, ὁθοὔνεκ' ἐκ δυοῖν ἔσοιθ' ὠρφανισμένος βίου, des Vaters u. der Mutter, Soph. Trach. 938; Πηλείδης ὀρφανιζόμενος, der von den Eltern entfernt ist, Pind. P. 6, 22; übh. berauben, τινά τινος, z. B. γλῶσσαν ὀπός, 4, 283; Eur. Alc. 398.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρφᾰνίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, κάμνω τινὰ ὀρφανόν, ἔρημον, ἀπορφανίζω, πρὸς παίδων, οὓς ὀρφανιεῖς Εὐρ. Ἄλκ. 276· ἀμὸν βίον ὠρφάνισεν αὐτόθι 397· ― μετὰ γεν., ἀποστερῶ, τινὰ ὕπνου, ζωᾶς Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 5. 6, Ἀνθολ. Π. 7. 483· ὀρφ. κακὰν γλῶσσαν ὀπός, ἀφαιρῶ τὴν κακολογίαν ἀπὸ τῆς φωνῆς αὐτῆς, Πινδ. Π. 4. 504. ― Παθ., στεροῦμαι, μένω ὀρφανός, πατρὸς ... ὠρφανισμένος βίου Σοφ. Τρ. 942· μένω ἐν ὀρφανία, Πινδ. Π. 6. 22. ΙΙ. ἀποκομίζω, Ἅιδης ... ἐλπίδας ὠρφάνισεν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 233. 10.

French (Bailly abrégé)

1 rendre orphelin ; Pass. être orphelin : ἐκ δυοῖν SOPH des deux côtés;
2 p. ext. priver : τινά τινος, qqn de qch.
Étymologie: ὀρφανός.

English (Slater)

ὀρφᾰνίζω
   a act., deprive c. acc. & gen. ὀρφανίζει μὲν κακὰν γλῶσσαν φαεννᾶς ὀπός (P. 4.283)
   b pass., be separated from one's parents ὀρφανιζομένῳ Πηλείδᾳ (“aus dem Elternhause fortgeschickt,” Wil., 138) (P. 6.22)