κρυπτός
σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
ή, όν,
A hidden, secret, κληῗδι κρυπτῇ Il.14.168, cf. Ar.Th.422; ἐπεποίητό οἱ κ. διῶρυξ Hdt.3.146; κ. τάφρος a trench covered and concealed by planks and earth, Id.4.201: freq. in Trag., κ. λόγος A.Ch.773; ἔπη S.Ph.1112 (lyr.); κρυπτᾷ ἐν ἥβᾳ, of young Orestes who was concealed in Phocis, Id.El.159 (lyr.); κ. πένθος E. Hipp.139 (lyr.), etc.; κρυπτῇ ψήφῳ Arist.Rh.Al.1424b1; τῆς πολιτείας τὸ κ. the secret character of the [Spartan] institutions, Th.5.68; ἡ κρυπτή (sc. ἀρχή) secret service, used by the Athenians in the subjectstates, AB273; also, = κρυπτεία1, Heraclid.Pol.10; of persons, in disguise, Ar.Th.600, E.El.525: Medic., deep-seated, καρκίνος Hp.Aph. 6.38, Mul.2.133, Gal.5.116; κ. πάθος BGU316.28 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1515] adj. verb. zum Folgdn, versteckt, verborgen; Il. 14, 168; ἐν ἀγγέλῳ γὰρ κρυπτὸς ὀρθοῦται λόγος Aesch. Ch. 762; Soph. u. Folgde, auch in Prosa nicht selten; τὰ κρυπτά, das Geheimniß, Eur. I. A. 1146.
Greek (Liddell-Scott)
κρυπτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ κρύπτω, «κρυφός», μυστικός, κληῖδι κρυπτῇ Ἰλ. Ξ. 168, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 422· ἐπεποίητό οἱ κρυπτὴ διῶρυξ Ἡρόδ. 3. 146· κρυπτὴ τάφρος. κεκαλυμμένη διὰ σανίδων καὶ χώματος, ὁ αὐτ. 4. 201· συχν. παρ’ Ἀττ., κρ. λόγος Αἰσχύλ. Χο. 773· ἔπεα Σοφ. Φιλ. 1112· κρυπτᾷ ἐν ἥβᾳ ἐπὶ τοῦ νέου Ὀρέστου ὅστις ἔμενε κεκρυμμένος ἐν Φωκίδι, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 159· κρ. πάθος Εὐρ. Ἱππ. 139, κτλ.· κρυπτῇ ψήφῳ Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 3, 17· τὸ κρ. τῆς πολιτείας, ὁ μυστικὸς χαρακτὴρ τῶν Σπαρτιατικῶν διατάξεων (πρβλ. κρυπτεία), Θουκ. 5. 68· ἡ κρυπτὴ (ἐξυπ. ἀρχὴ,) σῶμα κατασκόπων τοῦ κράτους, οὓς μετεχειρίζοντο οἱ Ἀθηναῖοι εἰς τὰς ὑποτελεῖς πόλεις, Α. Β. 273· καὶ ὡς οὐσιαστ., κρυπτός, ὁ, κατάσκοπος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 600.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 recouvert ; à l’abri de;
2 caché, secret ou obscur, inintelligible ; avec un gén. caché à, secret pour;
3 dissimulé, trompeur.
Étymologie: adj. verb. de κρύπτω.
English (Autenrieth)
concealed, secret, Il. 14.168†.
English (Slater)
κρυπτός
1 hidden κρυπταὶ κλαίδες ἐντὶ σοφᾶς Πειθοῦς ἱερᾶν φιλοτάτων pr. (P. 9.39)
English (Slater)
κρυπτός
1 hidden κρυπταὶ κλαίδες ἐντὶ σοφᾶς Πειθοῦς ἱερᾶν φιλοτάτων pr. (P. 9.39)