περαίτερος

From LSJ
Revision as of 12:38, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περαίτερος Medium diacritics: περαίτερος Low diacritics: περαίτερος Capitals: ΠΕΡΑΙΤΕΡΟΣ
Transliteration A: peraíteros Transliteration B: peraiteros Transliteration C: peraiteros Beta Code: perai/teros

English (LSJ)

α, ον, Comp. of πέρα (A),

   A beyond, ὁδοὶ περαίτεραι roads leading farther, Pi.O.9.105.    II Adv. περαιτέρω, further, μανθάνειν π. E.Ph.1681; ἓν οἷδα κοὐ π. Id.IT247; δεινὰ καὶ π. Ar.Th.705; βουλυτὸς ἢ π. Id.Av.1500; οὐδὲν ὅ τι οὐ ξυνέβη καὶ ἔτι π. Th.3.81; π. τι λέγειν Antipho 5.65; φιλοσοφεῖν Thphr.Char.23.4.    2 c. gen., τῶνδε καὶ π. A.Pr.249; π. τοῦ μετρίου X.Mem.3.13.5; π. τοῦ δέοντος Pl. Grg.484c; π. τόλμης Plu.Galb.8: abs., π. (sc. τοῦ δέοντος) πεπραγμένα beyond what is fit, too far, S.Tr.663: neut. περαίτερον as Adv., π. ἄλλων beyond, better than others, Pi.O.8.63.

German (Pape)

[Seite 562] compar. von πέρα, darüber hinaus; ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι, Pind. Ol. 9, 113, weiter führende Wege, περαίτερον ἄλλων, 8, 63, Aesch. im adv., μή πού τι προὔβης τῶνδε καὶ περαιτέρω; Prom. 247; vgl. Soph. Trach. 944; ὡς δέδοικα, μὴ περαιτέρω πεπραγμέν' ᾖ μ οι πάνθ' ὅσ' ἀρτίως ἔδρων, ib. 660; ὡς μάθῃς περαιτέρω Eur. Phoen. 1681; ἓν τοῦτ' οἶδα κοὐ περαιτέρω, I. T. 247; βουλυτὸς ἢ περαιτέρω, Ar. Av. 1500; u. in Prosa: περαιτέρω προβαίνειν, Plat. Phaedr. 239 d; ἐὰν περαιτέρω τοῦ δέοντος ἐνδιατρίψῃ, länger als nöthig, Gorg. 484 c; Folgde; οὐδὲν περαιτέρω, Pol. 2, 58, 12.

Greek (Liddell-Scott)

περαίτερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ πέρα, ὁδοὶ περαίτεραι, περαιτέρω ἄγουσαι, Πινδ. Ο. 9. 159. ΙΙ. Ἐπίρρ., περαιτέρω «παρέκει», μανθάνειν π. Εὐρ. Φοίν. 1681· ἓν οἶδα κοὐ π. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 247· δεινὰ καὶ π. Ἀριστοφ. Θεσμ. 705· βουλυτὸς ἢ π. ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1500 οὐδὲν ὅ τι οὐ ξυνέβη καὶ ἔτι π. Θουκ. 3. 81· π. λέγειν Ἀντιφῶν 137. 11· τὰ πράγματα ἤδη π. βαδίζει Δημ. 688. 14. 2) μετὰ γεν., τῶνδε καὶ π. Αἰσχύλ. Πρ. 247· π. τοῦ μετρίου Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 5· π. τοῦ δέοντος Πλάτ. Γοργ. 484C· καὶ ἀπολ. π., (δηλ. τοῦ δέοντος) πεπραγμένα, πέραν τοῦ ἁρμόζοντος, Σοφ. Τρ. 663· - τὸ οὐδ. περαίτερον ἦν ἐν χρήσει καὶ ὡς ἐπίρρ., π. ἄλλων, «παρέκει», πλέον, ἄμεινον τῶν ἄλλων, Πινδ. Ο. 8. 82.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui va au delà de, gén. ; adv. • περαίτερον plus au delà de, plus que.
Étymologie: περαῖος.

English (Slater)

περαίτερος (comp. of πέραν.)
   1 further, longer ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι (O. 9.105) adv., κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα περαίτερον ἄλλων beyond (O. 8.63)

English (Slater)

περαίτερος (comp. of πέραν.)
   1 further, longer ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι (O. 9.105) adv., κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα περαίτερον ἄλλων beyond (O. 8.63)