λόφος

Revision as of 13:04, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

English (LSJ)

ὁ,

   A back of the neck; of a horse, withers, Il.23.508; ὑποζυγίων Dsc.4.185; of a man, nape of the neck, Il.10.573: metaph., ὑπὸ ζυγῷ λόφον ἔχειν have the neck under the yoke, i.e. obey patiently, S. Ant.292; cf. εὔλοφος 11.    II crest of a hill, ridge, Od.11.596, 16.471, Hdt.2.124; so always in Pi., as O.8.17, N.5.46, and in Th.4.124, Pl.Lg.682b.    III crest of a helmet, κυνέην . . ἵππουριν, δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν Il.16.138, cf. 6.469, 15.537; λεῦκοι ἴππιοι λ. Alc.15.2; χρύσεος λ. Il.18.612, cf. 19.383; τρεῖς κατασκίους λ. σείει A.Th.384, cf. Ar.Ach.575, 586; λόφων ἐπένευον ἔθειραι Theoc.22.186; of Carian origin acc. to Hdt.1.171; λ. τε σείων Κάρικον Alc.22; λ. ὑακινθοβαφής, on a Persian helmet, X.Cyr.6.4.2; λ. τρίχινοι PSI5.533.7 (iii B.C.); Ar. jeers at the λόφοι of Lamachus, Ach.575, 586, 965 sq., 1074.—Rare in any of these senses in Att. Prose.    2 after Hom., crest or tuft on the head of birds, whether of feathers, as the lark's crest, Simon.68, cf. Arist.HA617b20; or of flesh, as the cock's comb, Ar.Eq.496, Av.1366, Arist.HA486b13, Phld.Rh.2.188 S.: metaph., ῥήματα . . ὀφρῦς ἔχοντα καὶ λόφους Ar.Ra.925.    3 of men, tuft of hair upon the crown, λόφους κείρεσθαι shave so as to leave tufts, Hdt.4.175; Χῖος λ. a tonsure in the middle of the head, Eust.1462.38.    4 of large fishes, = λοφιά, Plu.2.978a.

German (Pape)

[Seite 65] ὁ (nach den alten Gramm. von λέπω, wie δειρή von δέρω), 1) eigtl. der Nacken der Zugthiere, der unter das Joch gespannt, von diesem gerieben wird; von Pferden, πολὺς δ' ἀνεκήκιεν ἱδρὼς ἵππων ἔκ τε λόφων καὶ ἀπὸ στέρνοιο, Il. 23, 508; aber auch vom Halse des Menschen, 10, 573; οὐδ' ὑπὸ ζυγῷ λόφον δικαίως εἶχον Soph. Ant. 292, den Nacken unter dem Joch halten, d. i. geduldig gehorchen. – 2) wahrscheinlich von der Mähne auf dem Nacken der Pferde entnommen, Helmbusch, oft bei Hom., bei dem er immer aus Pferdehaaren zu sein scheint, κυνέην – ἵππουριν, δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν, Il. 16, 138 Od. 22, 124, vgl. Il. 6, 469. 15, 537; Hephästus bildet diesen aus Gold nach, ἔθειραι χρύσεαι, ἃς Ἥφαιστος ἵει λόφον ἀμφὶ δασείας, Il. 19, 383, vgl. 18, 612. 22, 316; τρεῖς κατασκίους λόφους σείει Aesch. Spt. 366, vgl. 381; Ar. Ach. 549 u. öfter; λόφων ἐπένευον ἔθειραι Theocr. 22, 186; auch = Federbusch, Xen. Cyr. 6, 4, 1. – Dah. auch bei den Vögeln = die Kuppe auf dem Kopf, Arist. H. A. 9, 25; Plut. Beim Hahn der Kamm, Ar. Av. 1366; Arist. H. A. 2, 12. – Bei Fischen = λοφιά, Plut. sol. an. 26. – Bei Menschen ein auf dem Wirbel hervorragender Haarschopf, um den rings herum der Scheitel kahl geschoren ist, λόφους κείρεσθαι, sich Schöpfe scheeren, Ber. 4, 175. – 3) Erderhöhung, Hügel; Od. 11, 596. 16, 471; so immer bei Pind., πὰρ Κρόνου λόφῳ Ol. 8, 17, Νίσου ἐν εὐάγκει λόφῳ N. 5, 46, öfter; Her. 2, 124, u. sonst in Prosa, wie Plat. Legg. III, 682 b; Plut. u. Folgde. – 4) übertr. sagt Ar. Ran. 923 ῥήματα ὀφρῦς καὶ λόφους ἔχοντα, was auf die erste od. zweite Bdtg zurückzuführen ist u. ὑψηλὰ καὶ ὑπερήφανα erkl. wird, sich wie die Mähnen hoch aufsträubende Worte. – 5) die abgezogene Haut, Leder, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

λόφος: -ου, ὁ, κυρίως ὁ αὐχὴν τῶν ὑποζυγίων κτηνῶν, ἐπειδὴ ὁ ζυγὸς στηρίζεται ἐπ’ αὐτοῦ καὶ λέπει αὐτόν· ἐπὶ ἵππου, ἡ χαίτη, Ἰλ. Ψ. 508 (πρβλ. λοφιά)· ἐπὶ ἀνδρός, τὸ ἐξέχον σημεῖον τοῦ αὐχένος ὀπίσω, Κ. 573· μεταφορ., ὑπὸ ζυγῷ λόφον ἔχειν, ἔχω τὸν αὐχένα ὑπὸ τὸν ζυγόν, δηλ. μεθ’ ὑπομονῆς ὑπακούω, Σοφ. Ἀντ. 292· πρβλ. εὔλοφος. ΙΙ. ὁ λόφος βουνοῦ ῥάχις, ὡς τὸ Λατ. jugum, dorsum, Ὀδ. Λ. 956, ΙΙ. 471, Ἡρόδ. 2. 124· οὕτως ἀείποτε παρὰ Πινδ., ὡς Ο. 8. 21, Ν. 5. 85, καὶ ἐν Θουκ. 4. 124, Πλάτ. Νόμ. 682Β. ΙΙΙ. ὁ λόφος περικεφαλαίας, Λατ. crista, συνήθως ἐκ τριχῶν ἵππου, κυνέην... ἵππουριν, δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν Ἰλ. Π. 138, πρβλ. Ζ. 469., Ο. 537, Ὀδ. Χ. 124· λευκοὶ ἵππιοι λόφοι Ἀλκαῖ. 56 (1)· ἀλλ’ ὁ Ἥφαιστος ἐποίησεν αὐτοὺς ἐκ χρυσοῦ, Ἰλ. Σ. 612., Τ. 383., Χ. 316· τρεῖς κατασκίους λόφους σείει Αἰσχύλ. Θήβ. 384, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 575, 586· λόφων ἐπένευον ἔθειραι Θεόκρ. 22. 186· ἐπινόησις τῶν Καρῶν καθ’ Ἡρόδ. 1. 171· λόφος ὑακινθινοβαφής, ἐπὶ Περσικῆς περικεφαλαίας, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 2· καὶ ὁ Ἀριστοφ. σκώπτει τοὺς λόφους τοῦ Λαμάχου, ὡς εἰ ἦσαν πρᾶγμα ἀσύνηθες ἐν Ἀθήναις κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους, Ἀχ. 575, 586, 965 ἑξ., 1038.- Ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν ἐπὶ τῆς σημασίας Ι μόνον ἐν τῇ Ἰλιάδι· ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ μόνον ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ· ἐπὶ δὲ τῆς σημας. ΙΙΙ συχνάκις ἐν Ἰλιάδι καὶ ἅπαξ ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ· - σπάνιον ἐπὶ οἱασδήποτε τῶν σημασιῶν τούτων ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ. 2) μεθ’ Ὅμ. = ὁ λόφος ὁ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς πτηνῶν, Λατ. crista, εἴτε ἐκ πτερῶν ὡς ὁ τοῦ κορυδαλλοῦ, Σιμων. 68, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 25· εἴτε ἐκ σαρκός, ὡς ὁ τοῦ ἀλεκτρυόνος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 496, Ὄρν. 1366, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 7· - μεταφορ., ῥήματα... ὀφρῦς καὶ λόφους ἔχοντα Ἀριστοφ. Βάτρ. 925. 3) ἐπὶ ἀνθρώπων, πλέγμα ἢ σωρὸς τριχῶν ἐπὶ τῆς κορυφῆς, λόφους κείρεσθαι, κείρεσθαι οὕτως ὥστε ἔχειν λόφον ἢ πλεξίδα ἐπὶ τῆς κορυφῆς, ὡς τὸ περιτρόχαλα κείρεσθαι, Ἡρόδ. 4. 175. 4) ἐπὶ μεγάλων ἰχθύων, = λοφιά, Πλούτ. 2. 978Α.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. cou d’un animal ; fig. ὑπὸ ζυγῷ λόφον ἔχειν SOPH avoir le cou sous le joug, càd obéir docilement;
II. p. ext. 1 aigrette ou panache : λόφος ὑακινθινοβαφής XÉN aigrette violette litt. teinte en couleur d’hyacinthe;
2 huppe d’oiseau;
3 crête de coq;
4 touffe de cheveux saillants sur le haut de la tête, huppe, houppe, toupet;
5 nageoire dorsale;
III. fig. sommet d’une colline, colline.
Étymologie: λέπω.

English (Autenrieth)

(1) crest or plume of a helmet, usually of horse-hair, Il. 5.743. (See adjoining cuts, and Nos. 3, 11, 12, 16, 17, 35, 73, 116, 122.)—(2) back of the neck of animals or of men, Il. 23.508, Il. 10.573.—(3) hill, ridge. (Od.)