ὑακινθινοβαφής
From LSJ
ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
English (LSJ)
ὑακινθινοβαφές, dyed hyacinth-colour, X.Cyr.6.4.2, Aristobul. ap.Arr.An.6.29.6; ὕφασμα Charito 6.4.
German (Pape)
[Seite 1168] ές, hyacinthfarbig, Xen. Cyr. 6, 4, 2.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
teint au violet de jacinthe.
Étymologie: ὑακίνθινος, βάπτω.
Russian (Dvoretsky)
ὑᾰκινθῐνοβᾰφής: гиацинтового цвета (λόφος Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑακινθῐνοβᾰφής: -ές, ἔχων τὸ χρῶμα ὑακίνθου, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 2, Ἀρρ. Ἀν. 6. 29, 6.
Greek Monolingual
-ές, Α
βαμμένος στο χρώμα του φυτού υάκινθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑακίνθινος + -βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. πορφυροβαφής].
Greek Monotonic
ὑᾰκινθῐνοβᾰφής: -ές (βάπτω), αυτός που είναι βαμμένος με το χρώμα του υάκινθου, σε Ξεν.