ὑμέναιος

From LSJ
Revision as of 13:07, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμέναιος Medium diacritics: ὑμέναιος Low diacritics: υμέναιος Capitals: ΥΜΕΝΑΙΟΣ
Transliteration A: hyménaios Transliteration B: hymenaios Transliteration C: ymenaios Beta Code: u(me/naios

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, (Ὑμήν)

   A the wedding or bridal song, sung by the bride's attendants as they led her to the bridegroom's house, Il.18.493, Hes.Sc.274, A.Ag.707 (lyr.), E.IA1036 (lyr., s. v.l.): pl., παμφώνων ἰαχὰ ὑμεναίων Pi.P.3.17, cf. E.Alc.922 (anap.), etc.: Aeol. ὐμήνᾰος Sapph.91, Epigr.Gr.418.7 (Cyrene): a form ὑμήναιος in Call. Aet.3.1.43.    2 wedding, S.OT422, E.Ion1475 (lyr.): pl., S.Ant. 813 (lyr.), E.IA123 (lyr.), Phld.Mus.p.68K.    II = Ὑμήν, Hymen, the god of marriage, addressed in wedding-songs, freq. in Trag. and Com. (lyr.), Ὑμὴν ὦ Υμέναι' ἄναζ E.Tr.314; Ὑμὴν ὦ Ὑμέναι' Ὑμήν ib.331; Ὑμὴν Ὑμέναι' ὦ Ar.Pax1335; Ὑμὴν ὦ, Ὑμέναι' ὦ Id.Av.1736,1742; Dor. Ὑμὰν ὦ Ὑμέναιε Theoc.18.58; hence the two are used as one word, ὑμὴν ὑμέναιον ἀείδων Opp.C.1.341.

German (Pape)

[Seite 1178] ὁ, der Hochzeitsgesang, den die Begleiter der Braut sangen, wenn diese aus dem väterlichen Hause in das des Bräutigams geführt wurde; Il. 18, 493; Hes. Sc. 274; ὑμεναίων ἰαχὰν παμφώνων, Pind. P. 3, 17; Aesch. Ag. 690; οὔθ' ὑμεναίων ἔγκληρον, Soph. Ant. 807; daher auch = Hochzeit, O. R. 422; Eur. I. A. 430 Ion 1475; nicht selten im plur., παιδὸς δαίσομεν ὑμεναίους, I. A. 123. – Auch wie 'Υμήν, Gott der Ehe, Eur. Troad. 311 Heracl. 917 u. sonst. – S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμέναιος: [ῠ], ὁ, (Ὑμὴν) τὸ γαμήλιον ᾆσμα, ὃ ᾖδον αἰ τῆς νύμφης θεράπαιναι καὶ σύντροφοι ἄγουσαι αὐτὴν εἰς τοῦ νυμφίου τὸν οἶκον, νυμφικὸν ᾆσμα, νύμφας δ’ ἐκ θαλάμων δαΐδων ὕπο λαμπομενάων ἡγίνεον ἀνὰ ἄστυ, πολὺς δ’ ὑμέναιος ὀρώρει, «διεγήγερτο πλείστη γαμήλιος ᾠδὴ» (Σχολ.), Ἰλ. Σ. 493, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 274, καὶ Τραγ.· ἐν τῷ πληθ., ὑμεναίων ἰαχὰ παμφώνων Πινδ. ΙΙ. 3. 30, Εὐρ. Ἄλκ. 922, κλπ.· Αἰολικ. Ὑμήνᾰος, Σαπφὼ 9. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 5172. 2) γάμος, Σοφ. Ο. Τ. 422, Εὐρ. Ἴων 1475· καὶ ἐν τῷ πληθ., Σοφ. Ἀντ. 813, Εὐρ. Ι. Α. 123, κλπ. ΙΙ. = Ὑμήν, ὁ θεὸς τοῦ γάμου, εἰς ὃν ἀπετείνοντο τὰ γαμήλια ᾄσματα, Ὑμὴν ὦ Ὑμέναι’ ἄναξ Εὐριπ. Τρῳ. 311. 314. Ὑμὴν ὦ Ὑμέναι’ αὐτόθι 381· Ὑμὴν Ὑμέναι’ ὦ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1335 κἑξ.· Ὑμὴν ὦ, Ὑμέναι’ ὦ ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1736, 1742· Δωρικ. Ὑμὰν ὦ Ὑμέναιε Θεόκρ. 18. 58, πρβλ. Catull. 61, 62· ὅθεν τὰ δύο εὕρηνται ὡς μία λέξις, Ὑμὴνυμέναιον ἀείδων, Ὀππ. Κυν. 1. 341.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 hyménée, chant nuptial;
2 hyménée, mariage.
Étymologie: ὑμήν.

English (Autenrieth)

wedding-song, bridal-song, Il. 18.493†.