ἀνεγείρω
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
English (LSJ)
A wake up, rouse, ἐξ ὕπνου Il.10.138; ἐκλεχέων Od.4.730; τὴν ἀηδόνα Ar.Av.208:—Pass., E.HF1055; ἀνηγέρθη X.An.3.1.12, AP11.257 (Lucill.): poet. aor. Med. ἀνεγρόμην A.R.1.522; ἀναέγρετο Maiist.31. II metaph., wake up, raise, κῶμον Pi.I.8(7).2; μολπήν Ar.Ra.370:—Pass., ἀνεγειρομένα φάμα Pi.I.4(3).23. 2 metaph. also, rouse, encourage, ἀνέγειρα δ' ἑταίρους μειλιχίοις ἐπέεσσι Od.10.172; stir, rouse the spirit of, θυμοειδῆ ἵππον X.Eq.9.6:—Med., take heart, Ph.2.120. III of buildings, raise, δόμον AP9.693a, cf. Lib.Or.11.56; ἀπὸ θεμελίων OGI422 (Judaea).
German (Pape)
[Seite 219] aufwecken, ἐξ ὕπνου Il. 10, 138; ἐκ λεχέων Od. 4. 730; aufregen, ermuthigen, ἀνέγειρα δ' ἑταίρους μειλιχίοις ἐπέεσσι 10, 172; Pind. κῶμον, anregen, I. 3, 41; μναμοσύναν Ol. 8, 74, das Andenken auffrischen; μολπήν, Gesang anheben, Ar. Ran. 370; δόμον, erbauen, Ep. ad. (IX. 693); δώματα ad. 490 (X, 119). – Pass., aufwachen, Plat. Phaed. 71 b; ἀνηγέρθη, er wurde wach, Xen. An. 3, 1, 12. Vgl. ἀνέγρομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεγείρω: μέλλ. -ερῶ (ἴδε ἐγείρω): - ἐξεγείρω, ἐξυπνίζω, ἐξ ὕπνου Ἰλ. Κ. 138· ἐκ λεχέων Ὀδ. Δ. 730· τὴν ἀηδόνα Ἀριστοφ. Ὄρν. 208: - Παθ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1055· ἀνηγέρθη Ξεν. Ἀν. 3. 1, 12, Ἀνθ. Π. 11. 25· μέσ. ἀόρ. ποιητ. ἀνεγρόμην Ἀπολλ. Ρόδ. Λ. 522, κτλ. 2) μεταφ., διεγείρω, ἐξεγείρω, κῶμον Πινδ. Ι. 8 (7). 5· μολπὴν Ἀριστοφ. Βάτρ. 370. - Παθ., ἀνεγειρομένα φάμα Πινδ. Ι. 4. 40 (3. 41). 3) καὶ μεταφ., ἐξεγείρω, ἐπιθαρρύνω, διεγείρω, ἀνέγειρα δ’ ἑταίρους μειλιχίοις ἐπέεσσι Ὀδ. Κ. 172: διεγείρω, ἐρεθίζω, παροξύνω, θυμοειδῆ ἵππον Ξεν. Ἱππ. 9, 6. ΙΙ. ἐπὶ οἰκοδομῶν, ἀνεγείρω, οἰκοδομοῦμαι, κτίζω, δόμον Ἀνθ. ΙΙ. 9. 693.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναγερῶ, ao. ἀνήγειρα, pf. inus.
faire lever :
1 réveiller : ἐκ λεχέων OD éveiller et faire lever de son lit ; (au Pass., ao. ἀνηγέρθην) se réveiller;
2 en gén. éveiller, exciter, encourager;
Moy. ἀνεγείρομαι (ao.2 sync. ἀνηγρόμην) se réveiller, se lever.
Étymologie: ἀνά, ἐγείρω.
English (Autenrieth)
aor. ἀνέγειρα, inf. ἀνεγεῖραι: wake up; met., ἀνέγειρα δ' ἑταίρους | μειλιχίοις ἐπέεσσι, ‘roused’ them from their despair, Od. 10.172.
English (Slater)
ἀνεγείρω
1 awaken met. ἀλλ' ἐμὲ χρὴ μναμοσύναν ἀνεγείροντα φράσαι χειρῶν ἄωτον (O. 8.74) ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν (sc. φάμα παλαιά) ἀλλἀνεγειρομένα χρῶτα λάμπει (I. 4.23) Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε ἀνεγειρέτω κῶμον (I. 8.3) Μοῖσ' ἀνέγειῤ ἐμέ fr. 6a. e.