ἄπιστος

From LSJ
Revision as of 13:57, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπιστος Medium diacritics: ἄπιστος Low diacritics: άπιστος Capitals: ΑΠΙΣΤΟΣ
Transliteration A: ápistos Transliteration B: apistos Transliteration C: apistos Beta Code: a)/pistos

English (LSJ)

ον,    I Pass., not to be trusted, and so:    1 of persons and their acts, not trusty, faithless, ὑπερφίαλοι καὶ ἄ. Il.3.106; θεοῖσίν τ' ἐχθρὲ καὶ ἀνθρώποισιν ἄπιστε Thgn.601; ἄ. ὡς γυναικεῖον γένος E.IT1298; ἄ. ληίστορες Sammelb.4309.14 (iii B.C.); δολοπλοκίαι Thgn.226; ἄ. ποιεῖν τινά mistrusted, Hdt.8.22, cf. 9.98; τὰ ἑαυτοῦ πιστὰ ἀ. ποιεῖν X.An.2.4.7; ἄπιστος ἑταιρείας λιμήν S.Aj.683; θράσει ἀ. ἐπαιρόμενος by untrustworthy, groundless confidence, Th.1.120; shifty, unreliable, Pl.Lg.775d.    2 of reports and the like, incredible, dub. in Archil.74.5, cf. Pi.O.1.31, Hdt.3.80; τέρας A.Pr.832; ἄ. καὶ πέρα κλύειν Ar.Av.418; ἄ. ἐνόμιζον εἰ . . Ph.2.556; τὸ ἐλπίδων ἄ. undreamed of even in hope, S.Ph.868: Comp. -ότερος, λόγος Aeschin. 3.59: Sup., πίστις ἀπιστοτάτη And.1.67, cf. Pl.Ep.314b.    II Act., mistrustful, incredulous, suspicious, θυμὸς δέ τοι αἰὲν ἄ. Od.14.150; ὦτα . . ἀπιστότερα ὀφθαλμῶν less credulous, Hdt.1.8; ἄ. πρὸς Φίλιππον distrustful towards him, D.19.27; ἄ. εἶ . . σαυτῷ you do not believe what you say yourself, Pl.Ap.26e; ἤθη ἄ. Id.Lg.705a; τὸ ἄ., = ἀπιστία, Th.8.66; δούλοις πῶς οὐκ ἄπιστον; Gorg.Pal.11.    b in NT, unbelieving, 1 Ep.Cor.6.6, al.    2 disobedient, disloyal, S.Fr. 627: c. gen., A.Th.876; ἔχειν ἄπιστον . . ἀναρχίαν πόλει, i.e. ἀναρχίαν ἔχειν ἀπειθοῦσαν τῇ πόλει, ib.1035, cf. E.IT1476.    III Adv. ἀπίστως:    1 Pass., beyond belief, ἀ. ἐπὶ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκότα Th. 1.21; οὐκ ἀ. not incredibly, Arist.Rh.Al.1438a22,1438b2.    2 Act., distrustfully, suspiciously, Th.3.83; ἀ. τινὰ διαθεῖναι D.20.22.    b treacherously, Ph.1.516.

German (Pape)

[Seite 292] 1) unzuverlässig, treulos, Il. 3, 106. 24, 63. 207; so Tragg., Pind. u. in Prosa; ἄπιστον ποιεῖν τινα, verdächtig machen, Her. 8, 22; πόλιν ἄπιστον καὶ ἄφιλον ποιεῖν Plat. Legg. IV, 705 a, daß dem Staat keiner traut; Soph. vrbdt ἄπιστος ἐλπίδων Phil. 856; ἄπιστον ταῖς πολιτείαις ἡ τυραννίς Dem. 1, 5; ἀπίστως ἔχειν, unzuverlässig sein, 2, 13; auch von Sachen, nicht glaubhaft, unwahrscheinlich, ἀπόδειξις Plat. Phaedr. 245 c; ἄπιστον μὲν ἀληθὲς δέ Theag. 130 d; ἄπιστος εἶ, du sprichst unglaubliches, Apol. 26 e; ἤθη παλίμβολα καὶ ἄπιστα, unbeständig, Plat. Legg. IV, 705 a. – 2) nicht glaubend, argwöhnisch, mißtrauisch, θυμός, Od. 14, 150. 391. 23, 72: ἀπίστους βαρβάρους ποιεῖν Ἕλλησι, daß sie den Griechen nicht trauen, Her. 9, 98. – 3) ung Ehorsam, B. A. p. 424, ὁ μὴ πειθόμενος; Aesch. τινός, Spt. 857 u. öfter; Soph. frg. 553; Eur. I. T. 1368 Hec. 1125.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπιστος: -ον, Ι. παθ., ὃν δὲν πρέπει νὰ πιστεύσῃ τις, ἢ νὰ ἐμπιστευθῇ εἰς αὐτόν, ἑπομ. 1) ἐπὶ προσώπ. καὶ τῶν πράξεων αὐτῶν, ὁ μὴ ἀξιόπιστος, ἄπιστος, ὑπερφίαλοι καὶ ἄπ. Ἰλ. Γ. 106· θεοῖσίν τ’ ἐχθρὲ καὶ ἀνθρώποισιν ἄπιστε Θέογν. 601· ἄπ. ὡς γυναικεῖον γένος Εὐρ. Ι. Τ. 1298· δολοπλοκίαι Θέογν. 226· ἄπ. ποιεῖν τινα, ὕποπτον, Ἡρόδ. 8. 22, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 4, 7· ἄπ... ἑταιρείας λιμὴν Σοφ. Αἴ. 683, πρβλ. Φ. 867· θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος, ἀναξιόπιστον, ἀδικαιολόγητον πεποίθησιν ἔχων, Θουκ. 1. 120· ἤθη ἄπ. ἀβέβαια, ἀσταθῆ, Πλάτ. Νόμ. 705A, πρβλ. 775D: 2) ἐπὶ φήμης, καὶ τῶν ὁμοίων, ἀπίστευτος, Παρμεν. 76, Ἀρχίλ. 69, Πινδ. Ο. 1. 51, Ἡρόδ. 3. 80· τέρας Αἰσχύλ. Πρ. 832· ἄπ. καὶ πέρα κλύειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 416· ἄπ. ἐνόμιζον εἰ..., Φίλ. 2. 556· τὸ ἐλπίδων ἄπιστον, ὅ,τι τις δὲν δύναται νὰ πιστεύσῃ ἔτι καὶ ὡς ἐλπίδα. Σοφ. Φ. 868· πίστις ἀπιστοτάτη, Ἀνδοκ. 9. 32· οὕτω παρὰ Πλάτ., κτλ. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ πιστεύων, μὴ ἐμπιστευόμενος, δύσπιστος, φιλύποπτος, θυμός δέ τοι αἰὲν ἄπιστος Ὀδ. Ξ. 150· ὦτα… ἀπιστότερα ὀφθαλμῶν, ἧττον πιστά, Ἡρόδ. 1. 8· ἄπιστος πρὸς Φίλιππον, δύσπιστος, μὴ ἔχων ἐμπιστοσύνην πρὸς αὐτόν, Δημ. 349. 15· ἄπιστος εἶ… καὶ σαυτῷ, δὲν πιστεύεις οὐδ’ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα σὺ λέγεις, Πλάτ. Ἀπολ. 26E· τὸ ἄπιστον = ἀπιστία, Θουκ. 8. 66. β) ἐν τῇ Καιν. Διαθ., ὁ μὴ πιστεύων, ἄπιστος, Ἐπ. π. Κορ. Α΄, Ϛ΄, 6 κ. ἀλλ. 2) ὁ μὴ ὑπακούων, παρήκοος, Σοφ. Ἀποσπ. 553· μετὰ γεν., Αἰσχύλ. Θ. 875· ἔχειν ἄπιστον… ἀναρχίαν πόλει, ὅ ἐ. ἀναρχίαν ἔχειν ἀπειθοῦσαν τῇ πόλει, αὐτόθι 1030, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1476. ΙΙΙ. ἐπίρρ. ἀπίστως. 1) παθ. κατὰ τρόπον οὐχὶ πιστευτόν, καὶ τὰ πολλὰ ὑπὸ χρόνου αὐτῶν ἀπίστως ἐπὶ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκότα Θουκ. 1. 21, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 31. 8. 2) ἐνεργ. ὑπόπτως Θουκ. 3. 83.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 qui n’a pas foi, défiant, incrédule ; τὸ ἄπιστον défiance, incrédulité;
2 désobéissant à, gén.;
II. 1 indigne de foi, infidèle, perfide;
2 incroyable, invraisemblable : ἀπίστους ἡδονάς EUR bonne nouvelle incroyable, inespérée.
Étymologie: ἀ, πιστός.

English (Autenrieth)

(πιστός): faithless, Il. 3.106; unbelieving, Od. 14.150.

English (Slater)

ᾰπιστος
   a unbelievable ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι τὸ πολλάκις (O. 1.31) ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον (P. 10.50) ἄπιστον ἔειπ (sc. ἐγώ) (N. 9.33) ἄπιστά μοι δέδοικα κα[ Πα. 7B. 45.
   b unbelieving pl. pro subs. πιστὸν δ' ἀπίστοις οὐδέν fr. 233.