ἐνόπλιος
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
ον, (ὅπλον)
A = ἔνοπλος, ἔρις Gorg.Fr.6; πρύλις Call. Dian.241; ἐπιστήμη D.H.20.2; πυρρίχη Anon. Vat.64: neut. as Adv., ἐλέλιξεν ἐνόπλιον Call.Del.137. II ἐνόπλιος (with or without ῥυθμός), ὁ, 'martial' rhythm, X.An.6.1.11, etc.; ῥυθμὸς κατ' ἐνόπλιον Ar.Nu.651; ἐ. σύνθετος Pl.R.400b; also νόμος Epich.75; ἀγωνία Phld.Hom.p.28 O.; ἐ. μέλη Ath.14.63of; Κουρήτων ἐ. παίγνια Pl. Lg.796b; θεῖν τὸν ἐ. Him.Or.2.20: hence ἐνόπλια παίζειν Pi.O.13.86.—On the ῥυθμὸς κατ' ἐνόπλιον, v. Sch.Pi.P.2.127, Sch.Ar.Nu. 651. III ἐνόπλιον, τό, contest in arms, of a race of war-chariots, SIG802A 10 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 849] in den Waffen, mit den Waffen, bes. ῥυθμός, der Takt zum Waffentanz, Xen. An. 6, 1, 11; Plat. Rep. III, 400 b; κατ' ἐνόπλιον Ar. Nub. 641, wie ὁ ἐν., Epicharm. Ath. IV, 184 f; μέλη Ath. XIV, 630 t; – Κουρήτων παίγνια, Waffentanz, Plat. Legg. VII, 796 b, wie ἐνόπλια παίζειν Pind. Ol. 13, 83; τὰ ἐνόπλια παιδεύειν Luc. salt. 21; βηταρμός Ap. Rh. 1, 1135; ὠρχήσαντο ἐνόπλιοι Callim. Dian. 241; – οἱ ἐν. θεοί, Kriegsgötter, D. H. 2, 70.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνόπλιος: ον (ὅπλον) = τῷ ἑπομ., Καλλ. εἰς Ἄρτ. 241. ΙΙ. ἐνόπλιος (ἐνν. ῥυθμός), ὁ, ὁ μετρικὸς χρόνος προσαρμοζόμενος εἰς τὰ πολεμικὰ μέλη, «εἶδος ῥυθμοῦ πρὸς ὃν ὠρχοῦντο σείοντες τὰ ὅπλα, ἔστι δὲ ὁ ἐν ἡμιολίῳ˙ ἡ γὰρ μακρὰ πρὸς τὰς δύο βραχείας ἴσον τι ἔχει ῥυθμὸν ἐκ τριποδίας ἀναπαιστικόν, ὃς δέχεται πάντας τοὺς δισυλλάβους πόδας. οἱ δὲ ἐνόπλιον τὸ ἀμφίμακρον ὃς καὶ Κρητικὸς καλεῖται» (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 651)˙ ἐπαΐονθ’ ὁποῖός ἐστι τῶν ῥυθμῶν κατ’ ἐνόπλιον, κτλ., Ἀριστοφ. Νεφ. 651˙ ᾔεσάν τε ἐν ῥυθμῷ πρὸς τὸν ἐνόπλιον ῥυθμὸν αὐλούμενοι Ξεν. Ἀν. 6. 1, 11˙ ἐνόπλιόν τέ τινα ὀνομάζοντες ξύνθετον καὶ δάκτυλον καὶ ἡρῷόν γε, «ὁ ἐνόπλιος σύνθετός ἐστιν ἐξ ἰάμβου καὶ δακτύλου καὶ τῆς περιαμβίδος... ἐξορμητικὸς εἰς πόλεμον» (Πρόκλ.), Πλάτ. Πολ. 400Β˙ ὡσαύτως, ἐν. μέλη Ἀθήν. 630F˙ Κουρήτων ἐν. παίγνια Πλάτ. Νόμ. 796Β˙ ἐντεῦθεν, ἐνόπλια παίζειν Πίνδ. Ο. 13. 123˙ ὀρχήσασθαι Καλλ. εἰς Ἄρτ. 241. - Περὶ τοῦ ῥυθμοῦ κατ’ ἐνόπλιον ἴδε Σχόλ. εἰς Πίνδ. Π. 2. 127, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne les prises d’armes ; τὰ ἐνόπλια LUC danse armée ; ἐνόπλιος ῥυθμός XÉN air ou marche de la danse armée.
Étymologie: ἐν, ὅπλον.
English (Slater)
ἐνόπλιος n. pl. pro adv.,
1 in armour ἀναβαὶς δ' εὐθὺς ἐνόπλια χαλκωθεὶς ἔπαιζεν sc. Bellerophon mounted on Pegasos: “er übte das Waffenspiel” Mezger (O. 13.86)