ἑκατόν
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
English (LSJ)
Arc. ἑκοτόν IG5(2).3 (Tegea, iv B.C.), οἱ, αἱ, τά, indecl.:—
A a hundred, Il.2.510, etc.: in compds. freq. loosely for very many. (Dissim. from sém [kcirc ]ṃtóm, cf. εἷς and Lat. centum, Lith. ši[mtilde]tas, etc.)
German (Pape)
[Seite 752] οἱ, αἱ, τά, indecl., hundert, Hom. u. Folgende.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτόν: οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., Ἰλ. κτλ.· ἐν συνθέσει συχνάκις συνεκδοχικῶς ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ πολλοί ΙΙ. ἡ τῶν ἑκατὸν καὶ τεττάρων ἀρχὴ παρὰ τοῖς Καρχηδονίοις, Ἀριστ. Πολ. 2. 11, 3, πρβλ. 7. (Ἡ πρώτη συλλαβὴ ἑ- φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ αὐτὴ καὶ τὸ ἑ- ἐν λέξεσιν εἷς, ἕν, πρβλ. ἕκαστος: πρὸς δὲ τὸ δεύτερον μέρος -κατον πρβλ. Σανσκρ. çatan, Λατ. centum, Γοτθ. καὶ Ἀγγλο-Σαξον. hund, Παλαιο-Σκανδιν. hundrad, Παλ. - Ὑψηλ. Γερμ. hunt, κτλ.).
French (Bailly abrégé)
(οἱ, αἱ, τά)
num. indécl.
1 cent;
2 cent, pour exprimer un nombre indéterminé.
Étymologie: cf. lat. centum.
English (Autenrieth)
hundred; freq. as a round number, alone and in compounds.
English (Slater)
ἑκᾰτόν
1 hundred ἑκατόν γε ἐτέων (O. 2.93) πολίων δ' ἑκατὸν πεδέχειν μέρος ἕβδομον (Pae. 4.37) πάντα θύειν ἑκατόν i. e. all sacrifices in hecatombs fr. 170.