εὔκαρπος
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ον,
A fruitful, of women, h.Hom.30.5; of trees, corn, land, Pi.P.1.30, N.1.14, Pae.2.26, etc.; of sheep, Palaeph.18; φυτά, ζῷα, Ocell.4.9; [χώρη] -οτάτη Hp.Aër.12; εὔ. θέρος S.Aj.671: metaph., -οτάτη ἀρετή Ph.1.647. II Act., fruitful, fertilizing, ἀήρ Thphr.CP2.3.3; epith. of Aphrodite, S.Fr.847; of Dionysus, AP6.31; of Demeter, ib.7.394 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1073] reich an Früchten, fruchtbar, H. h. 30, 5; γαῖα, χθών, Pind. P. 1, 30 N. 1, 14; θέρος Soph. Ai. 656; στάχυς Eur. Bacch. 750; neben πάμφορος Plat. Ctitia. 110 e; bes. sp. D., φυλλάς Agath. 25 (V, 292). – Akt., fruchtbar machend, Frucht gebend, Δημήτηρ, Διόνυσος, Anth.; Aphrodite, Soph. bei Plut. amat. 13; ἀήρ, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκαρπος: -ον, ἔχων ἄφθονον καρπόν, γόνιμος· ἐπὶ γυναικῶν, εὔπαιδές τε καὶ εὔκαρποι Ὁμ. Ὕμν. 30. 5· ἐπὶ δένδρων, σιτηρῶν, γῆς, Πινδ. Π. 1. 57, Ν. 1. 20· χώρη εὐκαρποτάτη Ἱππ. π. Ἀέρ. 288· εὔκ. θέρος Σοφ. Αἴ. 671. ΙΙ. ἐνεργ., ποιῶν τι γόνιμον, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Σοφ. Παρὰ Πλουτ. 2. 756 Ε· τῆς Δήμητρος, κλ. Ἀνθ. ΙΙ. 7. 394.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 abondant en fruits ou qui produit de bons fruits, fertile;
2 qui rend fertile, qui féconde.
Étymologie: εὖ, καρπός.
English (Slater)
εὔκαρπος, -ον
1 fruitful εὐκάρποιο γαίας μέτωπον (P. 1.30) ἀριστεύοισαν εὐκάρπου χθονὸς Σικελίαν (N. 1.14) Θραικίαν γαῖαν ἀμπελόεσσάν τε καὶ εὔκαρπον (Pae. 2.26) ]ν εὐκάρπ[ου (supp. Snell, qui χθον]ὸς ex alio frag. papyri add.) fr. 215b. 12.
English (Slater)
εὔκαρπος, -ον
1 fruitful εὐκάρποιο γαίας μέτωπον (P. 1.30) ἀριστεύοισαν εὐκάρπου χθονὸς Σικελίαν (N. 1.14) Θραικίαν γαῖαν ἀμπελόεσσάν τε καὶ εὔκαρπον (Pae. 2.26) ]ν εὐκάρπ[ου (supp. Snell, qui χθον]ὸς ex alio frag. papyri add.) fr. 215b. 12.