ἄμπνευμα

From LSJ
Revision as of 14:00, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμπνευμα Medium diacritics: ἄμπνευμα Low diacritics: άμπνευμα Capitals: ΑΜΠΝΕΥΜΑ
Transliteration A: ámpneuma Transliteration B: ampneuma Transliteration C: ampnevma Beta Code: a)/mpneuma

English (LSJ)

ἀμπν-οά, poet. for ἀνάπνευμα, ἀναπνοή.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμπνευμα: ἀμπνοά, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀνάπνευμα, ἀναπνοή.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
lieu de repos.
Étymologie: ἀναπνέω.

English (Slater)

ἄμπνευμα
   1 breathing-place ἄμπνευμα σεμνὸν Ἀλφεοῦ, κλεινᾶν Συρακοσσᾶν θάλος Ὀρτυγία v. Ἀλφεός (N. 1.1)

English (Slater)

ἄμπνευμα
   1 breathing-place ἄμπνευμα σεμνὸν Ἀλφεοῦ, κλεινᾶν Συρακοσσᾶν θάλος Ὀρτυγία v. Ἀλφεός (N. 1.1)