ἀτιτάλλω

From LSJ
Revision as of 14:01, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτῐτάλλω Medium diacritics: ἀτιτάλλω Low diacritics: ατιτάλλω Capitals: ΑΤΙΤΑΛΛΩ
Transliteration A: atitállō Transliteration B: atitallō Transliteration C: atitallo Beta Code: a)tita/llw

English (LSJ)

aor. I

   A ἀτίτηλα Il.24.60, IG14.2005:—Med.,aor. I ἀτιτήλατο Opp.C.1.271: (ἀταλός):—redupl. form of ἀτάλλω, rear, tend, θρέψα τε καὶ ἀτίτηλα Il. l.c.; παῖδα δὲ ὣς ἀτίταλλε Od.18.323; οἵ μ' ἐν σφοῖσι δόμοισιν ἐῢ τρέφον ἠδ' ἀτίταλλον Il.14.202, cf. 16.191, Hes.Th. 480, Pi.N.3.58; also of animals, τοὺς μὲν [ἵππους] . . ἀτίταλλ' ἐπὶ φάτνῃ Il.5.271:—Pass., χῆν' ἥρπαξ' ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκῳ Od.15.174.    2 metaph., cherish, καί σε Κόως ἀτίταλλε Theoc.17.58: c. dat., καλοῖς Id.15.111; in bad sense, beguile, cajole, σκιράφοις ἀ. Hippon.86.— Poet. and late Prose, as Them.Or.20.234b.

German (Pape)

[Seite 387] poet. = ἀτάλλω, aufziehen, pflegen, warten, παῖδα Od. 15, 450; σύας σιάλους 14, 41; γόνον Pind. N. 3, 56; ἵππων, ὅσσα γένεθλ' ἀτιτήλατο μύριος αἶα Opp. C. 1, 271; übh. hegen, pflegen, Theocr. 17, 58; καλοῖς, schmücken, 15, 111.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτῐτάλλω: ἀόρ. α΄, Ἰων. ἀτίτηλα Συλλ. Ἐπιγρ. 6289: - Μέσ. ἀτιτήλατο Ὀππ. Κ. 1. 271: (ἀταλός). Ἀναδιπλασιασθεὶς τύπος τοῦ ἀτάλλω, τρέφω, ἐκτρέφω, ἀνατρέφω, παῖδα δὲ ὣς ἀτίταλλε Ὀδ. Σ. 323· οἵ μ᾽ ἐν σφοῖσι δόμοισιν ἐῢ τρέφον ἠδ᾽ ἀτίταλλον Ἰλ. Ξ. 202, πρβλ. Π. 191, πρβλ. Ἡσ. Θ. 480, Πινδ. Ν. 3. 99, Θεόκρ. 17. 58: - ὡσαύτως ἐπὶ ζᾡων, τοὺς μὲν [ἵππους]... ἀτίταλλ᾽ ἐπὶ φάτνῃ Ἰλ. Ε. 271: - Παθ., χῆν’ ἥρπαξ’ ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκῳ Ὀδ. Ο. 174. 2) μεταφ. περιποιοῦμαι, περιθάλπω, μετὰ δοτ., Ἀρσινόα πάντεσσι καλοῖς ἀτιτάλλει Ἄδωνιν Θεόκρ. 15. 111· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἐξαπατῶ, ἀποπλανῶ, σκιράφοις ἀτ. Ἱππῶναξ ἐν Ἀποσπ. 82.

French (Bailly abrégé)

verbe poét. sans fut. ni pf. Act. ; Pass. seul. prés. et impf.
élever, nourrir, acc..
Étymologie: redoubl. de ἀτάλλω.

English (Autenrieth)

aor. ἀτίτηλα: rear, cherish; of children, Il. 24.60, etc.; of animals, ‘feed,’ ‘keep,’ Il. 6.271, Od. 15.174.

English (Slater)

ᾰτῐτάλλω
   1 bring up, rear γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἀρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων sc. Cheiron (N. 3.58)

English (Slater)

ᾰτῐτάλλω
   1 bring up, rear γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἀρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων sc. Cheiron (N. 3.58)