εὔδοξος

From LSJ
Revision as of 14:02, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔδοξος Medium diacritics: εὔδοξος Low diacritics: εύδοξος Capitals: ΕΥΔΟΞΟΣ
Transliteration A: eúdoxos Transliteration B: eudoxos Transliteration C: eydoksos Beta Code: eu)/docos

English (LSJ)

ον, (δόξα)

   A of good repute, honoured, Thgn.195, Pi.P.12.5, Th.1.84 (Sup.), etc.; Νίκη Simon.145, cf. Pi.P.6.17; εὔ. παρά τισι Pl.Lg.773a; νέες εὐδοξόταται 'crack' ships, Hdt.7.99. Adv. -ξως remarkably, 'famously', Pl.Hp.Ma.287e; with distinction, στεφανῶσαί τινα Man.1.102.

German (Pape)

[Seite 1063] in gutem Rufe stehend, berühmt, geehrt, Pind. oft von Menschen, auch νίκα, ἄεθλα, P. 6, 17 I. 3, 1; φρήν, Aesch. Ch. 301; γῆρας, φάμα, Eur. Med. 592 Hipp. 772; νέας εὐδοξοτάτας συναπάσης τῆς στρατιᾶς παρείχετο Her. 7, 99; πόλις, Thuc. 1, 84, Folgde; οἱ παρὰ τοῖς ἔμφροσι εὔδ. γάμοι Plat. Legg. VI, 773 a; καὶ τίμιος Xen. Mem. 4, 2, 28. – Adv., Plat. Hipp. mai. 287 e.

Greek (Liddell-Scott)

εὔδοξος: -ον, (δόξα) ἔχων καλὴν ὑπόληψιν, ἔντιμος, περίφημος, ἔνδοξος, Θεόγν. 195, Σιμων. 147, Πινδ. ΙΙ. 12. 10, Θουκ. 1. 84, κτλ.· εὔδ. παρά τισι Πλάτ. Νόμ. 773Α· νέες εὐδοξόταται, πλοῖα ἔχοντα τὴν ἀρίστην ὑπόληψιν, τὰ πρῶτα ἢ «πρώτης τάξεως», Ἡρόδ. 7. 99.- Ἐπίρρ. -ξως, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 287Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui jouit d’un bonne réputation, renommé, célèbre, glorieux ; νέας εὐδοξοτάτας HDT navires réputés excellents;
Cp. εὐδοξότερος, Sp. εὐδοξότατος.
Étymologie: εὖ, δόξα.

English (Slater)

εὔδοξος, -ον (-ος, -ῳ, -ον; -ων, -οις: -οις, -α.)
   1 glorious of people, things. εὔδοξον Ἱπποδάμειαν (O. 1.70) κόλποις παρ' εὐδόξοις Πίσας (Bergk: εὐδόξοιο codd.) (O. 14.23) εὔδοξον ἅρματι νίκαν (P. 6.17) εὐδόξῳ Μίδᾳ (P. 12.5) εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης pr. (N. 7.8) εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων (I. 2.34) εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου (I. 3.1) Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε λύτρον εὔδοξον, ὦ νέοι, καμάτων ἀνεγειρέτω κῶμον (I. 8.1) καὶ τέκ' εὔδοξο[ν (supp. Bury) Δ. 2. 3. καὶ τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον (byz.: ἔνδοξον cod. unus; om. alter) fr. 172. 6. εὔδ]οξα Μοίσαις[ (supp. Snell) fr. 215b. 8.

English (Slater)

εὔδοξος, -ον (-ος, -ῳ, -ον; -ων, -οις: -οις, -α.)
   1 glorious of people, things. εὔδοξον Ἱπποδάμειαν (O. 1.70) κόλποις παρ' εὐδόξοις Πίσας (Bergk: εὐδόξοιο codd.) (O. 14.23) εὔδοξον ἅρματι νίκαν (P. 6.17) εὐδόξῳ Μίδᾳ (P. 12.5) εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης pr. (N. 7.8) εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων (I. 2.34) εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου (I. 3.1) Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε λύτρον εὔδοξον, ὦ νέοι, καμάτων ἀνεγειρέτω κῶμον (I. 8.1) καὶ τέκ' εὔδοξο[ν (supp. Bury) Δ. 2. 3. καὶ τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον (byz.: ἔνδοξον cod. unus; om. alter) fr. 172. 6. εὔδ]οξα Μοίσαις[ (supp. Snell) fr. 215b. 8.