ἀμβλύς

From LSJ
Revision as of 14:02, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμβλύς Medium diacritics: ἀμβλύς Low diacritics: αμβλύς Capitals: ΑΜΒΛΥΣ
Transliteration A: amblýs Transliteration B: amblys Transliteration C: amvlys Beta Code: a)mblu/s

English (LSJ)

εῖα, ύ,

   A blunt, dulled, with edge or point taken off, properly of a sharp instrument, opp. ὀξύς, Pl.Ly.215e, Tht.<*>65d; ἀ. γωνία obtuse angle, Id.Ti.55a; ἀμβλεῖα, ἡ, sc. γωνία, Arist.Mech.855a10, etc.; ἀ. πλευρά side adjacent to such angle, Hero *Geom.12.35, etc.    2 of light, dim, faint, ὄρθρος Ion ap.Phot.p.89R.    3 metaph., dim, faint, of sight, ἀμβλὺ ὁρᾶν, -ύτερον βλέπειν, Pl.Tht.174e, Arist.PA 656b36, al.; of hearing, τῆς ἀκοῆς οὔσης -υτέρας αἰσθήσεως ἢ τῆς ὄψεως Pr.886b32; of the feelings or mind, ἀμβλυτέρᾳ τῇ ὀργῇ less keen, Th. 3.38; ἀμβλύτερον ποιεῖν τι less vigorous, Id.2.65. Adv. ἀμβλέως Archig. ap. Orib.8.2: Comp., v. supr.    b dull, monotonous, τὠμβλὺ τῆς ζόης Herod.3.52.    c of persons, in A.Eu.238, of Orestes purified, having lost the edge of guilt: mostly, dull, spiritless, having lost keenness of feeling, E.Fr.821; ἀμβλύτερος τὴν φύσιν duller, X.Mem.3.9.3; ἀ. εἴς, περί, or πρός τι dull or sluggish in a thing, Plu. Cat.Ma.24, Alc.30, D.S.11.43 (Comp.): abs., Th.2.40. Adv., Comp. -υτέρως J.AJ19.2.5.    II Act., making dull, darkening, of a cloud, AP7.367(Antip.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβλύς: -εῖα, ύ, (ἴδε μαλακός): - ὁ μὴ ὀξύς, κυρίως ἐπὶ ὀξέων (κοπτερῶν ἢ μυτερῶν) ὀργάνων, Πλάτ. Λύσ. 215Ε, Θεαίτ. 165D, ἀμβλ. γωνία, ὁ αὐτ. Τίμ. 55Α, Ἀριστ., κτλ. 2) μεταφ. ἀμαυρός, θαμβός, ἀδύνατος· ἐπὶ ὁράσεως, ἀμβλὺ ὁρᾶν, βλέπειν Πλάτ. Θεαίτ. 174Ε, Ἀριστ. περὶ Ζ. μορ. 2, 13, 11 καὶ ἀλλ.: ἐπὶ ἀκοῆς, ὁ αὐτ. Προβλ. 7. 5, 5· ἐπὶ τῶν ψυχικῶν παθήσεων, ἀμβλυτέρᾳ τῇ ὀργῇ, μετ’ ὀλιγωτέρου θυμοῦ, Θουκ. 3. 38· ἀμβλύτερον ποιεῖν τι, ἧττον ζωηρόν, ὁ αὐτ. 2. 65. β) ἐπὶ προσώπων, ἐν Αἰσχύλ. Εὐμεν. 238 περὶ τοῦ Ὀρέστου ὡς ἁγνισθέντος ἤδη ἀφοῦ ἀπέβαλε τὴν ὀξύτητα τῆς ἐνοχῆς: ἀλλὰ κυρίωςἄνευ ζωηρότητος, ἄνευ δραστηριότητος, ἀποβαλὼν τὴν ὀξείαν αἴσθησιν, Θουκ. 2. 40, Εὐρ. Ἀποσπ. 818· ἀμβλύτερος τὴν φύσιν, νωθρότερος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 3· ἀμβλ. εἴς τι, περί τι ἢ πρός τι = νωθρός, ἀδρανής, πρός τι ἢ ἔν τινι πράγματι, Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 24, Ἀλκιβ. 30, κτλ.: Ἐπίρρ. συγκρ. -υτέρως Ἰωσήπ. Α. Ι. 19. 2, 5. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ καθιστῶν τι ἀμυδρόν, σκοτεινόν, ἐπὶ νέφους, Ἀνθ. Π. 7. 367.

French (Bailly abrégé)

εῖα, ύ;
émoussé ; p. ext. sans vigueur, faible ; au mor. ἀμβλύτερος τὴν φύσιν XÉN d’une nature dégénérée ; ἀμβλυτέρα ὀργή THC colère émoussée ; ἀμβλὺς πρός τι, εἴς τι, περί τι sans énergie pour qch.
Étymologie: p. *ἀμλύς, de ἀ- prosth. et R. Μαλ amollir ; cf. μαλακός.

English (Slater)

ἀμβλύς
   1 dull, sluggish dub. ]βαρβι[τί]ξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ[ (v. l. ἀμβλύνοντα.) fr. 124d.

English (Slater)

ἀμβλύς
   1 dull, sluggish dub. ]βαρβι[τί]ξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ[ (v. l. ἀμβλύνοντα.) fr. 124d.