ἀποικέω
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
A go away from home, esp. as a colonist, settle in a foreign country, emigrate, ἐκ πόλεως Isoc.4.122; ἐς Θουρίους Pl.Euthd.271c: so c. acc. loci, Καλλίσταν ἀπῴκησαν νᾶσον Pi.P.4.258, cf. Porph.VP 2. II dwell afar off, μακρὰν ἀ. Th.3.55; πρόσω ἀ. X.Oec.4.6; ἀ. τινὸς πρόσω E.HF557, cf. IA680; ἐν νήσῳ Arist.Pol.1272b1; ἀ. τῶν πεδίων Philostr.Im.1.9: c. acc., live a long way off a person, Theoc. 15.7 (s.v.l.):—Pass., ἡ Κόρινθος ἐξ ἐμοῦ . . μακρὰν ἀπῳκεῖτο Corinth was inhabited by me at a distance, i.e. I settled far from Corinth, S. OT998.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποικέω: ἀπέρχομαι ἀπὸ τῆς πατρίδος, κυρίως ὡς ἄποικος, ὅπως ἐγκατασταθῶ ἐν ξένῃ χώρα, μεταναστεύω, ἐκ τόπου Ἰσοκρ. 66Β· ἐς Θουρίους Πλάτ. Εὐθύδ. 271C· ἐν νήσῳ Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 10, 12· οὕτω μετ’ αἰτ. τόπου, καλλίσταν ἀπῴκησαν νᾶσον Πινδ. Π. 4. 460. ΙΙ. κατοικῶ μακράν, διάγω ἢ εἶμαι λίαν μακρὰν (ἴδε ἀπάρχω ΙΙ.), μακρὰν ἀπ. Θουκ. 3. 55· πρόσω ἀπ. Ξεν. Οἰκ. 4. 6· ἀπ. τινος πρόσω Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 557, πρβλ. Ι. Α. 680· ἀπ. τῶν πεδίων Φιλόστρ. 775: ― μετ’ αἰτ., διάγω, ζῶ, κατοικῶ μακρὰν ἀπό τινος προσώπου, Θεόκρ. 15. 7· εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή. ― Ὁ Σοφ. μεταχειρίζεται τὸ παθητ. κατὰ τρόπον ἰδιόρρυθμον, ἡ Κορινθος ἐξ ἐμοῦ… μακρὰν ἀπῳκεῖτο = ἐγὼ ἀπῴκουν μακρὰν τῆς Κορίνθου, ὅ ἐ. κατῴκουν μακρὰν αὐτῆς, Ο. Τ. 998, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἀποικήσω, ao. ἀπῴκησα, pf. ἀπῴκηκα;
1 émigrer;
2 habiter au loin ; Pass. ἡ Κόρινθος ἐξ ἐμοῦ μακρὰν ἀπῳκεῖτο SOPH j’habitais loin de Corinthe.
Étymologie: ἀπό, οἰκέω.
English (Slater)
ἀποικέω
1 settle, colonize τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον (P. 4.258)
English (Slater)
ἀποικέω
1 settle, colonize τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον (P. 4.258)