ἐνσκίμπτω

From LSJ
Revision as of 14:03, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνσκίμπτω Medium diacritics: ἐνσκίμπτω Low diacritics: ενσκίμπτω Capitals: ΕΝΣΚΙΜΠΤΩ
Transliteration A: enskímptō Transliteration B: enskimptō Transliteration C: enskimpto Beta Code: e)nski/mptw

English (LSJ)

poet. ἐνισκ-, Ep. and Lyr. form of ἐνσκήπτω,

   A lean upon, οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα, of horses hanging their heads in grief for their master's loss, Il.17.437; fix, plant in, βέλος ἐνισκ. τινί A.R.3.153; ἐ. βολῇσι smite with its beams, of dawn, Id.4.113:— Pass., stick in, δόρυ οὔδει ἐνεσκίμφθη Il.16.612.    II hurl upon one, κεραυνὸς ἐνέσκιμψε μόρον Pi.P.3.58 (v.l. ἐνέσκηψε) ; ὁππότ' ἀνίας . . πραπίδεσσιν ἐνισκίμψωσιν Ἔρωτες A.R.3.765; of a snake, ἐνισκ. ἰόν Nic.Th.140; βλοσυρὸν δάκος ib.336.

German (Pape)

[Seite 852] ep. ἐνισκίμπτω, fest daran heften, οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα, die Kopfe starr gegen die Erde kehrend, Il. 17, 437; aber αἴθων δὲ κεραυνὸς ἐνέσκιμψε μόρον = ἐνέσκηψε, Pind. P. 3, 58, wie Ap. Rh. 3, 153 εἴ κεν ἐνισκίμψῃς κούρῃ βέλος, wenn du sie getroffen; übertr., ὁππότ' ἀνίας πραπίδεσσιν ἐνισκίμψωσιν Ἔρωτες 3, 765. – Pass., δόρυ οὔδει ἔνεσκίμφθη, blieb im Boden stecken, Il. 16, 612. 17, 528.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνσκίμπτω: καὶ ποιητ. ἐνισκίμπτω, Ἐπικ. καὶ λυρ. τύπος τοῦ ἐνσκήπτω, χαμηλώνω, οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα «ἐμπελάσαντες» (Σχόλ), ἐπὶ ἵππων κλινόντων θλιβερῶς τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τοῦ ἡνιόχου, Ἰλ. Π. 437· ἐμβάλλω, εἴ κεν ἐνισκίμψῃς κούρῃ βέλος Αἰήταο, «ἐνεργήσῃς, ἐπιβάλῃς» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 153, πρβλ. Δ. 113. - Παθ., ἐμπήγομαι, δόρυ οὔδει ἐνεσκίμφθη Ἰλ. Π. 612, Ρ. 527. ΙΙ. ἐξακοντίζω ἐναντίον τινός, κεραυνὸς ἐνέσκιμψε μόρον Πίνδ. Π. 3. 105 (διάφ. γραφ. ἐνέσκηψε)· ὁππότ’ ἀνίας... πραπίδεσσιν ἐνισκίμψωσιν ἔρωτες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 765.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐνισκίμπτω;
ao. ἐνέσκιμψα, ao. Pass. 3ᵉ sg. poét. ἐνισκίμφθη;
appuyer sur : τί τινι une chose sur une autre.
Étymologie: ἐν, σκίμπτω.

English (Autenrieth)

see ἐνισκίμπτω.

English (Slater)

ἐνσκίμπτω
   1 hurl upon αἴθων δὲ κεραυνὸς ἐνέσκιμψεν μόρον (ἐνέσκηψεν v. l.) (P. 3.58)

English (Slater)

ἐνσκίμπτω
   1 hurl upon αἴθων δὲ κεραυνὸς ἐνέσκιμψεν μόρον (ἐνέσκηψεν v. l.) (P. 3.58)