ἀβάπτιστος

From LSJ
Revision as of 14:11, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβάπτιστος Medium diacritics: ἀβάπτιστος Low diacritics: αβάπτιστος Capitals: ΑΒΑΠΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: abáptistos Transliteration B: abaptistos Transliteration C: avaptistos Beta Code: a)ba/ptistos

English (LSJ)

ον, (βαπτίζω)

   A not to be dipped, that will not sink, ἀ. ἅλμας, of a net, Pi.P.2.80; ναῦς EM811.26; τρύπανον trepan with a guard, to stop it from going too deep, Gal.10.447.    II not drenched with liquor, Plu.2.686b.

German (Pape)

[Seite 2] 1) nicht unterzutauchen, Pind. P. 2, 36 φέλλος ὣς ἀβ. ἅλμης; so vom Kork, Archi. 10 (VI, 192) neben ἀπερίτρεπτος, Plat. sol. an. 35 (p. 266). – Aber Plut. Symp. 6 prooem. σῶμα ἀβ. καὶ ἐλαφρόν, von Getränken unbenommen. – 2) ungetauft, K.S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβάπτιστος: ον (βαπτίζω), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ βαπτίσῃ, ἀβύθιστος. Λατ. immersabilis, ἀβ. ἅλμας ἐπὶ δικτύου Πίνδ. Π. 2. 146. ἀβ. τρύπανον, χειρουργικὸν ἐργαλεῖον, τρυπάνιον μετὰ φυλακτῆρος ἐμποδίζοντος αὐτὸ ἀπὸ τοῦ νὰ τρυπήσῃ λίαν βαθέως, Γαλην. ΙΙ. μὴ καταβεβρεγμένος ὑπὸ ὑγροῦ Πλουτ. 2. 686 Β. ΙΙΙ. ὁ μὴ βαπτισθεὶς [ὁ μὴ φωτισθεὶς] Ἐκκλησ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne se plonge pas dans l’ivresse.
Étymologie: ἀ, βαπτίζω.