ἅλμα
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
τό, (ἅλλομαι)
A spring, leap, poet.for Prose πήδημα, Od.8.103, 128; ἅ. πέτρας, πετραῖον leap or fall from rock, E.HF1148, Ion 1268; κρημνῶν ἅ. Epigr.Gr.225 (Ephesus); οἰκεῖον . . ἅ. ἐπὶ ξίφος E.Hel.96; κυνῆς ἅ. the leap of the lot from the helmet, S.Aj.1287; κοῦφον ἅλμα ποδῶν Ἀχιλῆ E.El.439; track of a comet, Arist.Mete.343b23. 2 jumping, asanathletic contest, Simon.153:—in pl., jumping-ground, τῶν ἁ. τὴν σκάψιν καὶ ὁμάλιξιν BCH23.566 (Delph., iii B. C.). II Medic., pulsation, palpitation, of the embryo, Hp.Alim.42; of the heart, Id.Cord.4; f.l. in Pl.Ti.70d.
German (Pape)
[Seite 107] τό, das Springen; Hom. zweimal, als Wettkampf, Od. 8, 103 περιγιγνόμεθα ἄλλων ἅλμασιν, 128 ἄλματι προφερέστατος ἦεν; – der Sprung, πέτρας, vom Felsen, Eur. Herc. Fur. 1120, wie πετραῖον Ion 1267; κρημνῶν Ep. ad. 700 (App. 273). Bei Hippocr. Bewegungen, Zuckungen der Glieder. Bei Plat. Tim. 70 d hat man οἷον ἅλμα μαλακόν fälschlich vom Orte, worauf man springt, erklärt; wenn nicht μάλαγμα zu schreiben, so ist es = ἁλλόμενον μαλακῶς.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
saut, bond.
Étymologie: ἅλλομαι.
English (Autenrieth)
(ἅλλομαι): leaping, as a contest, game, Od. 8.103 and 128.
English (Slater)
ἅλμα
1 sea water, salt water ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας (P. 2.80) “ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ” (P. 4.39) δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσόν κ' εἴποιμι Μελησίαν (N. 6.64) φυγόντα νιν καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας[ Δ. 1. 1. ]αλμᾳ[ fr. 140a. 73. met., ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (N. 4.36)