θεμιστεῖος
From LSJ
Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt
English (LSJ)
α, ον,
A of law and right, θ. σκᾶπτον the sceptre of righteous judgement, Pi.O. 1.12.
German (Pape)
[Seite 1194] gesetzlich, gerecht, σκᾶπτον Pind. Ol. 1, 12.
Greek (Liddell-Scott)
θεμιστεῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὸ δίκαιον καὶ εἰς τὸν νόμον, θ. σκᾶπτον, τὸ σκῆπτρον τῆς δικαίας κρίσεως, τὸ παρέχον τὴν δικαιοσύνην = θέμις, Πίνδ. Ο. 1. 18.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui rend la justice.
Étymologie: θέμις.
English (Slater)
θεμιστεῑος
1 of divine right (Ἱέρων) θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον (O. 1.12)