φυτός
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ή, όν, (φύω) of a wooden statue,
A shaped by nature, without art, Pi.P.5.42; πύαλον . . φοιτήν (sic) SIG1231.8 (Bithynia, iii/iv A. D.). II fruitful, πεδίον LXXEz.17.5.
German (Pape)
[Seite 1320] adj. verb. von φύω, gewachsen, was wachsen kann; – auch akt., erzeugend, fruchtbar, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φυτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ φύω, ἐπὶ ξυλίνου ἀγάλματος ἢ ξοάνου γενομένου ἐκ φύσεως ἄνευ τῆς ἀνθρωπίνης τέχνης, Πινδ. Π. 5. 55. ἔνθα ἴδε Böckh. II. καρποφόρος, γόνιμος, πεδίον Ἑβδ (Ἰεζεκ. ΙΖ΄, 5).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 formé par la nature, naturel;
2 qui engendre, fécond, fertile.
Étymologie: φύω.