ἀγυρμός
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
English (LSJ)
ὁ,
A = ἄγυρις, ἀγρίων ζῴων Babr.102.5, cf. AB331; = ἀγερμός (which is a v.l.), D.H.2.19, cf.EM 8.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγυρμός: ὁ = ἄγυρις, Βαβρ. 102. 5, Α.Β. 331, πρβλ. συναγυρμός, ὅρα καὶ ἐν λ. ἀγερμός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
réunion, assemblée.
Étymologie: ἀγείρω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 reunión, asamblea ἀγρίων ζῴων Babr.102.5, cf. Hsch., AB 331, Fr.Lex.III
•n. que recibía el primer día de celebración de los Grandes Misterios de Eleusis, Hsch.
2 colecta religiosa, D.H.2.19
•cuestación ἀ. ... συγκρότησις. ἔστι δὲ πᾶν τὸ ἀγειρόμενον Hsch., AB 326, cf. ἀγείρω II 1, ἀγερμός, ἀγυρθμός.