ἀπείρατος
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English (LSJ)
ον, Dor. and Att. for ἀπείρητος.
ἀπείρᾰτος, ον, (-ṇ-τος, cf. πειραίνω)
A impenetrable, Pi.O.6.54. II ἄπειρος (B), v.l. in Hp.Flat.3, dub. in Dam.Pr.107.
German (Pape)
[Seite 284] (vgl. ἀπείρητος), unversucht, οὐδὲν ἀπείρατον ἦν τούτοις κατ' ἐμοῦ, sie ließen nichts unversucht, Dem. 18, 249; πόντος ἀπ. τοῖς Ἔλλησιν Luc. Tox. 3; nichts versucht habend, unkundig, Pind. abs., Ol. 8, 61; καλῶν 10, 18; ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπ. δόμοι, von Fremden nicht unbesucht, Nem. 1, 23; oft in sp. Prosa; τὸ ἀπείρατον, Unerfahrenheit, Arr. An. 5, 27, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπείρᾱτος: Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ ἀπείρητος.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
1 non essayé, non tenté;
2 sans expérience.
Étymologie: ἀ, πειράω.
English (Slater)
ᾰπείρᾱτος
1 inexperienced κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες (O. 8.61) τῶν ἀπειράτων γὰρ ἄγνωτοι σιωπαί (τῶν μὴ πειρωμένων ἀγῶνος. Σ.) (I. 4.30) c. gen., στρατὸν μηδ' ἀπείρατον καλῶν (O. 11.18) θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί pr. (N. 1.23)
Spanish (DGE)
(ἀπείρᾱτος) v. ἀπείρητος.