διανοίγω

From LSJ
Revision as of 12:01, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διανοίγω Medium diacritics: διανοίγω Low diacritics: διανοίγω Capitals: ΔΙΑΝΟΙΓΩ
Transliteration A: dianoígō Transliteration B: dianoigō Transliteration C: dianoigo Beta Code: dianoi/gw

English (LSJ)

   A lay open, τοὺς ὀφθαλμούς Pl.Ly.210a; μήτραν Ev.Luc.2.23:—Pass., LXXGe.3.5,al., Sor.1.86; of a dead body, Arist. HA507a21.    II open so as to connect, τὸν Ἰνδικὸν καὶ Περσικὸν κόλπον Id.Mu.393b3.    III reveal, explain, τὰς γραφάς Ev.Luc. 24.32, cf. Act.Ap.17.3; τὰ τῶν παλαιῶν ἀπόρρητα Aen.Gaz.Thphr. p.5B.

Greek (Liddell-Scott)

διανοίγω: μέλλ. -ξω, ἀνοίγω ὀλίγον, Πλάτ. Λύσ. 210Α, Ἑβδ., Κ. Δ.· - ἀνοίγω, ἀνατέμνω νεκρὸν σῶμα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 17, 5. ΙΙ. ἀνοίγω ὅπως συνδέσω τι, τὸν Ἰνδικὸν καὶ Περσικὸν κόλπον Ἀριστ. π. Κόσμ. 3, 10. ΙΙΙ. ἀνοίγω, ἑρμηνεύω, ἀναπτύσσω, τὰς γραφὰς Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ', 22, πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. ιζ', 3.

French (Bailly abrégé)

ao. διήνοιξα, etc.
entrouvrir, ouvrir, acc..
Étymologie: διά, ἀνοίγω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [át. perf. part. διανεωγώς Arist.Mu.393a18]
I 1tr. abrir, esp. abrir separando de partes del cuerpo τὸ στόμα Hp.Mul.2.127, cf. 203, D.C.47.8.4, Philox.Gramm.3, τοὺς ὀφθαλμούς Pl.Ly.210a, cf. LXX 4Re.6.17, τὰ βλέφαρα Gal.11.301, τοὺς πόρους Thphr.Od.49, πᾶν πρωτότοκον ... διανοῖγον πᾶσαν μήτραν LXX Ex.13.2, cf. 12, Ph.1.181, Ezech.174, Eu.Luc.2.23, en v. pas. σκέλεα Hp.Epid.7.80, en la disección de anim. διανοιχθέν τι τῶν τετραπόδων ὤφθη Arist.HA 507a21, διανοίχθητι ¡ábrete! ref. a los oídos de un sordomudo en su curación Eu.Marc.7.34, ὡς ... τρυπάνῳ ... διανοιχθῆναι αὐτοῖς τὰ ὦτα Luc.Cont.21
fig. διανοίξαι τὴν καρδίαν ὑμῶν ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ que abra vuestro corazón a su ley LXX 2Ma.1.4, διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς Eu.Luc.24.45
en v. pas. fig. ser revelado αὐτῷ ἡ μία φύσις Eust.Mon.Ep.134
gener. abrir ὁ Ὠκεανὸς τὸν Ἰνδικόν τε καὶ Περσικὸν διανοίξας κόλπον Arist.Mu.393b3, cf. l.c., διάνοιξον ... τὰς θύρας σου LXX Za.11.1, διανοίξασα τὸν χιτῶνα Ach.Tat.5.17.6, (τὴν γῆν) διανοίξαντες Philostr.Her.9.28, τὴν δέλτον ... διανοίξας Hld.2.10.1, en v. pas. ἔσται πᾶς τόπος διανοιγμένος LXX Za.13.1.
2 de textos escritos revelar, descubrir el sentido ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς cuando nos reveló el sentido de las escrituras, Eu.Luc.24.32, διελέξατο αὐτοῖς ἀπὸ τῶν γραφῶν, διανοίγων καὶ παρατιθέμενος ὅτι ... dialogó con ellos a partir de las escrituras, revelándolas y exponiendo que ..., Act.Ap.17.3, διανοίγειν ... πειράσομαι τὰ τῶν παλαιῶν ἀπόρρητα Aen.Gaz.Thphr.5.11.
3 de recursos, etc. abrir, poner en servicio ἤρξατο διανοίγειν τὰ δυναστεύματα τοῦ Λιβάνου LXX 3Re.2.46c
fig. de una constelación hacer salir, hacer brillar διανοίξεις μαζουρωθ ἐν καιρῷ αὐτοῦ ...; ¿harás salir la constelación de la Corona a su tiempo? LXX Ib.38.32.
II intr., en v. med.-pas. abrirse ὡς ... οἱ ... τοῦ νεὼ πυλῶνες αὐτόματοι διανοιχθεῖεν Plu.Tim.12, διανοίγεται δὲ ἡ κατάποσις Sor.64.19
fig. διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί se os abrirán los ojos y seréis como dioses dice la serpiente, LXX Ge.3.5, cf. Eu.Luc.24.31.