ἄνυδρος

From LSJ
Revision as of 12:04, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_5)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνυδρος Medium diacritics: ἄνυδρος Low diacritics: άνυδρος Capitals: ΑΝΥΔΡΟΣ
Transliteration A: ánydros Transliteration B: anydros Transliteration C: anydros Beta Code: a)/nudros

English (LSJ)

ον, (ὕδωρ)

   A waterless, of arid countries, Hes.Fr.24, Hdt. 4.185; γῆ Hp.Aër.1; δάπεδα Trag. ap. Phot.p.151 R.; esp. without spring-water, Hdt.2.7 codd., cf. 149, 3.5; ἡ ἄνυδρος (sc. γῆ) Id.3.4 and 9, Arist.Fr.103, LXXIs.44.3; of seasons, Hp.Aph.3,14; θέρος Id.Aër.10; in E.Tr.1085 (lyr.), of a corpse, deprived of funeral lustrations; unwatered, σμύρνα Id.Ion89 (anap.).    II ἄνυδρον, τό, = στρύχνον μανικόν, Dsc.4.73.

German (Pape)

[Seite 266] (ὕδωρ, vgl. ἄϋδρος), wasserlos, wasserarm, trocken, Her. öfter ἡ ἄνυδρος, die Wüste, 3, 4; σμύρνη Eur. Ion. 89. Von Todten, ἄθαπτος, ἄνυδρος Eur. Troad. 1084, entweder ungewaschen oder besser ohne Libation, worauf sich Hesych. Gl. ἀνύδρονος, ἄταφος, οὐ λελουμένος, οὐδὲ τῶν νομιζομένων τυχών bezieht.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνυδρος: -ον, (ὕδωρ) ὁ πάσχων ἔλλειψιν ὕδατος, μὴ ἔχων ὕδωρ, ἐπὶ ξηρῶν τόπων, Ἡσ. Ἀποσπ. 35, Marcksch, Ἡρόδ. 4. 185· γῆ Ἱππ. π. Ἀέρ. 280: ἰδίως ἄνευ πηγαίου ὕδατος, περὶ τοῦ Δέλτα τῆς Αἰγύπτου, Ἡρόδ. 2. 7, πρβλ. 149., 3. 5· ἡ ἄνυδρος (δηλ. γῆ) αὐτ. 3. 4 καὶ 9, Ἀριστ. Ἀποσπ. 99· ἐπὶ τῶν ὡρῶν τοῦ ἔτους, ἢν δὲ βόρειον ᾖ καὶ ἄνυδρον [τὸ φθινόπωρον] Ἱππ. Ἀφ. 1247· ἐν Εὐρ. Τρῳ. 1085, ἐπὶ νεκροῦ μὴ ἀξιωθέντος ἐπικηδείων λουτρῶν. Ἐν Ἴωνι 89· σμύρνης δ’ ἀνύδρου εἶναι ἡ πιθανὴ γραφή, σημαίνει δὲ ξηρᾶς· ἴσως λέγεται οὕτω διότι παράγεται ἐν ἀνύδροις χώραις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans eau, sec.
Étymologie: ἀ, ὕδωρ.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no tiene agua de comarcas o lugares áridos Ἄργος Hes.Fr.128, de Libia, Hdt.4.185, χωρίον Hdt.3.5, D.C.41.22.4, γῆ Hp.Aër.1, ἐπὶ τὰς ἀνύδρους Ἀμμωνίαδας ἕδρας E.Alc.115, δάπεδα E.Fr.955hSn., νῆσος Philostr.VA 7.16, νησίδιον D.C.41.48.3, ὄρη D.C.76.12.1
de comarcas regadas artificialmente, Hdt.2.149, POxy.918.2.10 (II d.C.)
subst. ἡ ἄνυδρος tierra árida Hdt.3.4, 9, Arist.Fr.103, LXX De.32.10
τὰ ἄνυδρα tierras áridas Hdt.3.6
seco de estaciones, Hp.Aph.3.14, θέρος Hp.Aër.10
de cosas σμύρνα E.Io 89
fig. árido, estéril ἡ τῆς ἐλευθερίας ὁδός Vit.Aesop.G 94.
2 privado de lustraciones fúnebres de un cadáver, E.Tr.1085, Hsch.
II ἄνυδρον, τό estramonio, Datura stramonium L. o más probablemente belladona, Atropa belladonna L., Dsc.4.73.