ἀναμέτρησις
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
English (LSJ)
εως, ἡ,
A measurement, τῆς γῆς Str.1.1.20, cf. POxy.918xi14 (ii A. D.); τῶν θείων περιόδων Iamb.Myst.9.4. 2 estimate, τῆς εὐδαιμονίας πρὸς ἀργύριον ἀ. ποιεῖσθαι Plu.Sol.27, cf. Hierocl.in CA19p.461M.
German (Pape)
[Seite 198] Vermessung, γῆς, Strab.; übertr., Abschätzung, Würdigung, εὐδαιμονίας Plut. Sol. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμέτρησις: -εως, ἡ, καταμέτρησις, τῆς γῆς Στράβ. 11. 2) ἐκτίμησις πράγματός τινος παραβαλλομένου πρός τι, «εἰ μὴ πρὸς ἀργύριον πολὺ μηδὲ χρυσίον τῆς εὐδαιμονίας ποιεῖται τὴν ἀναμέτρησιν» Πλουτ. Σόλων 27.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de mesurer, d’apprécier.
Étymologie: ἀναμετρέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 medición, medida τῆς γῆς Str.1.1.20, περὶ ἀναμετρήσεως τῆς γῆς tít. de una obra de Eratóstenes, Hero Dioptr.302.17, τοῦ χωρίου Ph.607, αἰγιαλοῦ POxy.918.11.14 (II a.C.), σπόρου PTeb.288.4 (III a.C.), σχοινίου PFlor.281.15 (VI a.C.), τῶν θείων περιόδων Iambl.Myst.9.4, τῆς ὥρας Horap.1.16, ἀνθρώπου δάκτυλος ἀναμέτρησιν σημαίνει el dedo del hombre indica una unidad de medida Horap.2.13, cf. PCair.8.8.10 (IV a.C.), PCair.Isidor.12.29 (IV a.C.).
2 fig. valoración πρὸς ἀργύριον ... τῆς εὐδαιμονίας ... ἀναμέτρησις Plu.Sol.27
•cómputo τῶν ἡμερινῶν ἔργων Hierocl.in CA 19.7.
3 pago πρὸς ἀναμέτρησιν φόρου contra pago de una venta, PPanop.2.5 (IV a.C.).