γρυμέα
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
(in codd. freq. written γρυμαία), ἡ,
A bag or chest for old clothes, etc., Diph.127, Poll.10.160, Phryn.PSp.60 B.:—also γρυμεῖα or γροφ-εία, ibid., Et.Gud.d. II = γρύτη 1 (Hsch.), trash, trumpery, Sotad. Com.1.3; of persons, riff-raff, ῥήτορας καὶ ποιητὰς καὶ πᾶσαν τὴν τοιαύτην γ. Phld.Ir.p.65 W., cf. Them.Or.21.257a; γ. παντοδαπῶν βιβλίων Dam.Isid.293:—hence γρῡμεοπώλης, ου, ὁ, Luc. Lex.3.
German (Pape)
[Seite 507] ἡ, od. γρυμεία, ältere u. bessere Schreibart für γρυμαία, B. A. 33 aus Diphil.; Sotad. com. bei Ath. VII, 293 a von Fischüberbleibseln.
Greek (Liddell-Scott)
γρῡμέα: (ἐν χειρογρ. συχν. γρυμαία), ἡ, σάκκος ἢ κιβώτιον παλαιῶν ἐνδυμάτων, κτλ. , Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 45, Πολυδ. Ι΄, 100, Α. Β. 33˙ ὁ τύπος γρυμεία, αὐτ. , Ἐτ. Γουδ. 130. 5. ΙΙ. ὅμοιον τῷ γρύτη Ι (Ἡσύχ.), πράγματα ἀνάξια λόγου, συρφετός, Σωτάδ. Ἐγκλειομ. 1. 3, Ἡρακλ. Κυλινδρ. 1. σ. 64, Θεμίστ. 257 Α, κτλ.˙ -ἐντεῦθεν γρῡμεοπώλης, ου, ὁ, Λουκ. Λεξιφ. 3˙ ἴδε Λοβ. Φρύν. 230.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
friperie.
Étymologie: DELG cf. γρυμαῖα.
Spanish (DGE)
(γρῡμέα) -ας, ἡ
• Grafía: graf. γρυμεῖα Phryn.PS 60, γρυμεία Et.Gud.323.24, γρυμαία Dam.Fr.318, Zonar.
• Morfología: [siempre sg.]
1 cofre, arca, saco de cuero para ajuar doméstico, Diph.128, Hdn.Philet.208, Poll.10.160, Phryn.PS 60, Hsch., Zonar., γρυμαία ἔκειτο παντοδαπῶν βιβλίων Dam.l.c.
•saco de cuero llevado como coraza καταλιπεῖν μὲν τὰ λαισήια καὶ τὰς κτιδέας καὶ τὴν γρυμέαν Them.Or.21.257a.
2 sg. colect. trastos, chismes Phryn.PS 60, Hsch.
•ref. al pescado menudo morralla Sotad.Com.1.3
•despect. ref. a pers. gentuza, canalla ῥήτορας καὶ ποιητὰς καὶ πᾶσαν τὴν τοιαύτην γρυμέαν Phld.Ir.31.24, συρφετὸς οὗτος καὶ ἡ γρυμέα Them.Or.23.293d.
• Etimología: Deriv. popular de γρῦ q.u.