αἴνυμαι
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
English (LSJ)
poet. Verb, only in pres. and impf. without augm.:—
A take, αἴνυτο τεύχε' ἀπ' ὤμων Il.11.580, 13.550; ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον Od.21.53; χεῖρας αἰνύμεναι taking hold of, 22.500: c. gen. partit., τυρῶν αἰνυμένους 9.225: metaph., ἀλλά μ' Ὀδυσσῆος πόθος αἴνυται a longing seizes me for him, 14.144, cf. Hes.Sc.41; enjoy, feed on, καρπόν Simon.5.17. (Root αἰ-, as in ἔξ-αι-τος.)
Greek (Liddell-Scott)
αἴνυμαι: ποιητ. ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ᾿ ἐνεστ. καὶ παρατατ. ἄνευ αὐξήσεως· πρβλ. ἀπαίνυμαι. Λαμβάνω, αἴνυτο τεύχε᾿ ἀπ᾿ ὤμων, Ἰλ. Λ. 580, Ν. 550· ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον, Ὀδ. Φ. 53· χεῖρας αἰνύμενοι = λαμβάνοντες τὰς χεῖρας, Χ. 500· μ. γεν. μεριστ., τυρῶν αἰνυμένους = λαμβάνοντας ἐκ τῶν τυρῶν, Ι. 225: ‒ μεταφ., ἀλλὰ μ᾿ Ὀδυσῆος πόθος μ᾿ αἴνυται = μὲ καταλαμβάνει πόθος δι᾿ αὐτόν, Ξ. 144. Ἡσ. Ἀσπ. 41· ὡσαύτως, ἀπολαύω, τρέφομαι ἐκ... καρπόν, Σιμων. 5. 17.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
prendre, s’emparer de, acc. ; avec un gén. part. prendre possession.
Étymologie: DELG tokh-B ai-, donner.
English (Autenrieth)
only pres., and ipf. αἴνυτο: take; met. πόθος αἴνυται, ‘I am seized with’ longing, Od. 14.144.
Spanish (DGE)
(αἴνῠμαι) 1 gener. coger, tomar c. ac. ἄλλον ὀϊστόν Il.15.459, χεῖρας Od.22.500, δεσμὸν βοὸς αἴ. χερσίν Hes.Fr.272
•agarrar κουρὶξ αἰνυμένους Call.Fr.772
•de alimentos tomar, servirse c. gen. τυρῶν αἰνύμενοι φάγομεν Od.9.232, cf. abs. ὄφρα οἱ εἴη πίνειν αἰνυμένῳ Od.9.249
•c. ac. tomar, comer καρπόν Simon.37.25, δόρπον Theoc.24.139
•fig. del sol chupar ἀζαλέοιο βολαῖς τόσον ἠελίοιο ἰκμάδας αἰνυμένου con los rayos del cruel sol que chupa toda substancia húmeda A.R.4.680.
2 c. ac. y ἀπό c. gen. quitar τεύχε' ἀπ' ὤμων Il.11.580, ἀπὸ πασσάλου ... τόξον Od.21.53, χρύσειον ἀπὸ δρυὸς ... κῶας A.R.4.162.
3 fig. de sentimientos apoderarse c. ac. μ' Ὀδυσσῆος πόθος αἴνυται Od.14.144, cf. Hes.Sc.41, ἔρος αἴνυτο θυμόν h.Merc.434. • DMic.: a3-nu-me-no.
• Etimología: De *H3eHi̯- que en grado cero con silabación *H3°-Hi̯°- da *ai-, cf. toc. B ai- ‘dar’, het. p-ai- ‘dar’; c. silabación *H3Hi̯°- da *i-, cf. ai. inoti, gr. ἴσσασθαι; c. grado pleno y silabación *H3e-Hi̯°- > *oi- en gr. οἶτος.