ἀνατυπόω

From LSJ
Revision as of 12:13, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατυπόω Medium diacritics: ἀνατυπόω Low diacritics: ανατυπόω Capitals: ΑΝΑΤΥΠΟΩ
Transliteration A: anatypóō Transliteration B: anatypoō Transliteration C: anatypoo Beta Code: a)natupo/w

English (LSJ)

   A describe, represent, Philostr.VA1.19, cf. Her.2.19 (Pass.):—Med., form an image of a thing, imagine, Plu.2.329b, 331d; represent in writing, εἰς ἐπιστολάς Philostr.VA1.32.    II remodel, transform, τὴν ἀνθρωπίνην περὶ τοῦ δαιμονίου δόξαν D.Chr. 12.26, cf. Antim.81.

German (Pape)

[Seite 212] umgestalten, von neuem abdrücken, ein Siegel, Luc. Alex. 21. – Med., sich ein Bild von einer Sache machen, sich vorstellen, Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατῠπόω: ἀποτυπῶ ἐκ νέου, σφραγίζω πάλιν, ἐπιθεὶς τὸν κηρὸν ἀνετύπου (ἄλλ. γρ. ἀπετύπου) ... τὴν αὐτὴν σφραγῖδα Λουκ. Ἀλέξ. Ψευδ. 21· ἀναπαριστῶ, φρικῶδες ἐδόκει τὸ μέγεθος καὶ οὐ ῥᾴδιον ἀνατυποῦσθαι Φιλόστρ. 694: ― Μέσ., σχεδιάζω τι ἐν τῇ διανοίᾳ μου, σχηματίζω τι κατὰ φαντασίαν, «τοῦτο Ζήνων μὲν ἔγραψεν ὥσπερ ὄναρεἴδωλον εὐνομίας φιλοσόφου καὶ πολιτείας ἀνατυπωσάμενος» Πλούτ. 2. 329B, 331D. ― Ἡ ἑρμηνεία τῆς λέξεως ὑπὸ Θωμ. Μαγίστρου λέγοντος: «ἀνατυποῦταί τις ὅταν φαντάζηται ἃ ἑώρακεν, ἀναπλάττει δὲ ἃ οὐδέποτε εἶδεν» καταφαίνεται μὴ ἀκριβὴς ἐκ τοῦ προηγηθέντος παραδείγματος. ― Ἐκ τοῦ ἀνατυπόω ἐσχηματίσθησαν οὐσιαστ. ἀνατύπωμα, τό, εἰκὼν πράγματός τινος κατὰ διάνοιαν, παράστασις, γίνεται ἀνατύπωμα ἵππου καὶ μὴ παρόντος Διογ. Λ. 7. 61· καὶ ἀνατύπωσις, εως, ἡ, μετάπλασις, ἀναπαράστασις, «διανόησις» (Α. Β. 393. 11)· παιδαριώδους ἀνατυπώσεως Φωτ. Βιβλ. σ. 143. 35· καὶ ἐπίθ. ἀνατῠπωτικός, ή, όν, ὁ ἀνατυπῶν, ὁ εἰκονίζων, φαντασίαι ἀληθῶν ἀνατυπωτικαὶ Σιμπλ. εἰς Ἐπίκτ. σ. 73.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
figurer de nouveau;
Moy. ἀνατυπόομαι-οῦμαι se figurer, se représenter.
Étymologie: ἀνά, τυποώ.

Spanish (DGE)

I 1reproducir una figura, LXX Sap.14.17, τὰς ἀρχετύπους φύσεις Ph.1.333, cf. Ath.Al.M.26.365C
describir εἰς ἐπιστολάς Philostr.VA 1.32, cf. 1.19
en v. med. imaginarse ὥσπερ ὄναρ ἢ εἴδωλον Plu.2.329b, cf. 331d.
2 prefigurar en v. pas. ὁ λόγος ἀνετυπώθη Hippol.Dan.2.27.7.
II transformar, remodelar τὴν ἀνθρωπίνην περὶ τοῦ δαιμονίου δόξαν D.Chr.12.26.